Συμπεράσματα
του 24ου Συνεδρίου του Συνδέσμου των Ελλήνων Εμπορικολόγων
(Ιωάννινα, 17-19 Οκτωβρίου 2014)
Θέμα:
«Κράτος, Οικονομία και Επιχείρηση»
Η
συναγωγή συμπερασμάτων από τις εργασίες ενός συνεδρίου με ένα θέμα που
«τρέχει», όπως «Κράτος, Οικονομία και Επιχείρηση», δεν φαίνεται εύκολο ή καν
εφικτό εγχείρημα και μάλλον πρέπει να μείνει κανείς στο επίπεδο της απλής
καταγραφής ορισμένων βασικών σημείων του Συνεδρίου, όπως αποτυπώθηκαν στις
προφορικές εισηγήσεις και, σε ορισμένα σημεία, και στις γραπτές, όπως
περιλήφθηκαν στο φάκελο του Συνεδρίου.
Τα δίδυμα
Στο
Συνέδριο αυτό λοιπόν, αφιερωμένο στον αείμνηστο Φίλο και Συνάδελφο Καθηγητή Αντώνη Αντάπαση, ακούστηκαν πολλές
φορές οι λέξεις «ρύθμιση», «εποπτεία»,
«παρέμβαση», αλλά και απόψεις για την εφαρμογή του δημόσιου δικαίου στην
ιδιωτική επιχείρηση ή του ιδιωτικού στη δημόσια. Είναι πράγματα που στα
εγχειρίδια Γενικού Μέρους του ΕμπΔ αναφέρονται συνήθως υπό τους τίτλους
«δημοσιοποίηση του ΕμπΔ» ή «εμπορικοποίηση του δημόσιου δικαίου», ενδεχομένως
και «εμπορικοποίηση του δικαίου» γενικότερα.
Αυτό
το δίδυμο (εμπορικοποίηση-δημοσιοποίηση) κλωνοποιείται σε πολλά άλλα. Οι
εισηγητές μας, ιδίως ο κ.Μαρίνος,
μας μίλησαν για τον γραφειοκρατικό Leviathan, από τη μια μεριά, και την αόρατη
χείρα του Adam Smith, από την άλλη, για το δημόσιο και το ιδιωτικό δίκαιο, για
τη ρύθμιση και την απορρύθμιση, για το φιλελευθερισμό και την κοινωνική
προστασία, για το άνοιγμα και το κλείσιμο των αγορών, για την κρατικοποίηση και
την ιδιωτικοποίηση. Όλα αυτά τα δίδυμα αποτελούν μέχρι σήμερα σταθερές, τα ζεύγη των οποίων επενεργούν
διαλεκτικά μεταξύ τους, με διαδοχική επικράτηση του ενός ή του άλλου, συχνά δε
κινούνται με παραμέτρους λιγότερο νομικού εποικοδομήματος και περισσότερο
πολιτικής ανάλυσης. Νομίζω ότι τις τρεις αυτές ημέρες του Συνεδρίου ακούσαμε
όχι μόνο νομικά, αλλά και ταλαντούχο πολιτικό λόγο.
Στο
Συνέδριο είδαμε και ένα άλλο σπουδαίο δίδυμο: Κράτος επιχειρηματία και
κράτος-ρυθμιστή ή επόπτη, με πιο πρόσφατη εξέλιξη τη μετακίνηση του πρώτου προς
το δεύτερο. Όπως είπε ο κ.Μαρίνος, το
κράτος-επιχειρηματίας απέτυχε, έχει πτωχεύσει – και μετά τι έρχεται; Κατά τη
φυσιολογική πορεία των πραγμάτων, το κράτος-επιχειρηματία που απέτυχε
διαδέχεται συνήθως η ιδιωτική πρωτοβουλία και η ιδιωτικοποίηση, συνοδευόμενες
από μεταρρυθμίσεις, όπως είναι η κατάργηση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα
ή των αμοιβαίων κοινωνικών επιδοτήσεων και γενικά η άρση μορφών επιλεκτικής
προστασίας, που συχνά είναι αποτέλεσμα lobby, πελατείας και διακρίσεων. Δεν
πρέπει όμως να παραλείψει κανείς το μεγάλο θύμα της οπισθοχώρησης του κράτους,
το κράτος πρόνοιας, το κοινωνικό κράτος, για το οποίο η Ευρώπη υπερηφανευόταν.
Εδώ
έρχεται η νέα μορφή παρέμβασης, η επαναρρύθμιση, με αντικείμενο πλέον την
εποπτεία, τη διαφάνεια και την ευθύνη. Ο κ.Μαρίνος
μας παρουσίασε τη βεντάλια των τρόπων ρύθμισης και επαναρρύθμισης και τις
δυσκολίες που δημιουργούν για το δίκαιο, ιδίως στις σχέσεις εποπτικού και
ιδιωτικού δικαίου.
Όλα
αυτά βέβαια δεν είναι αυτονόητα. Θα μπορούσε η πορεία να είναι τελείως
διαφορετική, προς μια σύνδεση ή και συγχώνευση κρατισμού και καπιταλισμού.
Σήμερα το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο κινεζικό υπόδειγμα του «state
capitalism», όπου το κράτος παραμένει ως κυρίαρχος επιχειρηματίας, προσπαθεί
όμως να μιμηθεί την αγορά. Στην Κίνα, οι εταιρίες στις οποίες το κράτος είναι
πλειοψηφών μέτοχος ξεπερνούν το 60% της συνολικής χρηματιστηριακής
κεφαλαιοποίησης. Στη Ρωσία και τη Βραζιλία το ποσοστό αυτό είναι περίπου 40%.
Κράτος και επιχείρηση
Αν
περιοριστούμε στον ελληνικό μικρόκοσμο, οι μεταβολές των τελευταίων δεκαετιών
δεν κατανοούνται χωρίς το ιστορικό τους πλαίσιο. Η διεισδυτική εισήγηση του κ.Αλιβιζάτου μας παρουσίασε την εικόνα
της παρεμβατικής παράδοσης στην Ελλάδα, αντιστοιχούσας σε κάποια έλλειψη
εμπιστοσύνης απέναντι στον επιχειρηματία. Μεταξύ της (καταρχήν δεξιάς) αντίληψης
ότι το κράτος παρεμβαίνει πολύ στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα και
παρεμποδίζει το εμπόριο και τη δημιουργία πλούτου, και της (καταρχήν αριστερής)
αντίληψης ότι ο επιχειρηματίας είναι ένας επιδρομέας που εκμεταλλεύεται τον εργαζόμενο
και τον καταναλωτή και που φοροδιαφεύγει, η ελληνική παραδοσιακή αντίληψη
κλίνει πιο πολύ προς τη δεύτερη.
Και
πράγματι, το Σύνταγμα του 1975 περιόρισε την ανέλεγκτη ιδιωτική επιχειρηματική δράση, ταυτόχρονα όμως, όπως μας θύμισε ο
κ.Αλιβιζάτος, η ρυθμιστική κρατική δράση, ανέλεγκτη και αυτή,
οδήγησε μεταπολεμικά (πριν και μετά το Σύνταγμα του 1975) σε διάφορες ηχηρές
παρεμβάσεις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως νομοθετικές συγχωνεύσεις τραπεζών,
εθνικοποίηση άλλων, κατάργηση με νόμο διαιτητικής απόφασης σε βάρος του
Δημοσίου (κάτι το πραγματικά ανήκουστο), προώθηση των προβληματικών
επιχειρήσεων προς το δημόσιο τομέα, και γενικά σ’ αυτό που, όπως προσωπικά
ενθυμούμαι, είχε χαρακτηρισθεί επί Κωνσταντίνου Καραμανλή ως «σοσιαλμανία». Ο
κ.Αλιβιζάτος μας θύμισε επίσης τους
δισταγμούς της νομολογίας να αναγνωρίσει στα ενοχικά δικαιώματα συνταγματική
προστασία, καθώς και την (κατά το μάλλον ή ήττον εύκολη) αποδοχή περιορισμών
στις βασικές αρχές της ιδιωτικής δράσης: την οικονομική ελευθερία, την
προστασία της ιδιοκτησίας και την επιχειρηματική ελευθερία – άρθρα 5, 17 και
106 Σ. Οι περιορισμοί των δικαιωμάτων αυτών στήριξαν νομικά, παγίωσαν όμως
τελικά την ελληνική παρεμβατική παράδοση.
Έχουμε επιφυλάξεις
απέναντι στην παράδοση αυτή; Πολλοί από μας μπορεί να έχουμε, ιδίως αν έχουμε εμπιστοσύνη
στην αγορά. Η αγορά όμως μόνη της δεν λύνει – και δεν έλυσε ποτέ – όλα τα
προβλήματα, για τα οποία μεριμνά το κράτος. Ορισμένα μάλιστα, αν δεν υπάρχει
παιδεία αγοράς, τα καθιστά οξύτερα. Κυκλοφόρησε ένα ανόητο ανέκδοτο, για το
πόσοι οικονομολόγοι χρειάζονται για να αντικατασταθεί μια λάμπα που κάηκε.
Κανείς, λέει το ανέκδοτο, αφού αν έπρεπε να αντικατασταθεί η λάμπα, η αγορά θα
την είχε αλλάξει μόνη της. Δεν πρόκειται βέβαια για την αγορά, όπως μας την
περιέγραψαν οι κ.κ. Γκόρτσος και Δελλής, που εγκλείει τη ρύθμιση, όπου
αυτή χρειάζεται. Όμως ο σαρκασμός απέναντι στην αγορά προδίδει κάτι: Δείχνει
πόσο εύκολα η αγορά γίνεται στόχος – κάτι που είναι λάθος. Και πόσο μια υπολειμματική
αρμοδιότητα του κράτους είναι απαραίτητη – και αυτό είναι σωστό. Για να δούμε
λοιπόν για λίγο το κράτος και την κρατική παρέμβαση.
Ένα
αρχικό ερώτημα είναι ο προσδιορισμός της έννοιας του κράτους. Δεν αναφέρομαι
στη συνταγματική έννοια του κράτους, αλλά στην ύπαρξη επάλληλων κύκλων
εξουσίας, που μπορούν να δράσουν, να ρυθμίσουν ή να εποπτεύσουν. Για τους
σκοπούς μιας συζήτησης για την κρατική ρύθμιση και εποπτεία, φανερό είναι π.χ.
ότι στην έννοια του κράτους θα πρέπει να υπαγάγουμε τις ρυθμιστικές αρχές.
Ακούσαμε από τον κ. Φλώρο για την
ενδεχόμενη ευθύνη του κράτους για τη δράση των αρχών αυτών, μια ευθύνη μάλλον
θεωρητική, που αναδεικνύει όμως τη πολλαπλότητα των επάλληλων εξουσιών. Και
ακόμη ως κράτος θα πρέπει (σήμερα περισσότερο από ποτέ) να θεωρήσουμε και
διεθνή πρόσωπα, όπως την ΕΕ, το ΔΝΤ και – ναι – την Τρόϊκα, στην οποία
αναφέρθηκε η κα Γιογλή, Πρόεδρος του
Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων.
Το δεύτερο ερώτημα
που τέθηκε αφορά το μέγεθος: Ποιο είναι το ελάχιστο
κράτος, που θα πρέπει να υπάρχει, για να επιτελέσει την αποστολή του; Και άρα, πιο είναι το όριο των δυνατών
ιδιωτικοποιήσεων; Ο κ.Καραγιάννης αναφέρθηκε
στο «σκληρό πυρήνα του κράτους», ένα όρο της μόδας, αφού με βάση την έννοια
αυτή κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι περικοπές των απολαυών των ενστόλων. Γεγονός
είναι ότι ο «σκληρός πυρήνας του κράτους» είναι μια έννοια μάλλον ρευστή, που
αναμένει τη συγκεκριμενοποίησή της.
Υπάρχει
όμως και το αντίστροφο ερώτημα: Πόσο μεγάλο
μπορεί να είναι το κράτος; Με άλλα
λόγια, τι ενδεχομένως είναι περιττό και το κράτος οφείλει να ιδιωτικοποιήσει ή πάντως να μην μονοπωλεί; Το ενδιαφέρον
αυτό ερώτημα που έθεσε ο κ.Καραγιάννης το
απαντά αναζητώντας κάποια (δύσκολη) ισορροπία στη γραμμή της οριοθετημένης
ουδετερότητας του Συντάγματος και του Ενωσιακού Δικαίου.
Τρίτο
ζήτημα, ο προσανατολισμός της κρατικής δράσης (ρυθμιστικής και εποπτικής – της
«ρυθμιστικής εποπτείας», όπως είπε ο κ.Δελλής).
Εδώ η απάντηση είναι εύκολη και σταθερή, μιλάμε για το δημόσιο συμφέρον, που
δεν ταυτίζεται μεν, ίσως όμως δεν είναι υποχρεωτικά ασύμβατο με την
αγοροκεντρική προσέγγιση του κ.Δελλή.
Στην γενική του εισήγηση κ.Μαρίνος, αλλά
και άλλοι εισηγητές, επισήμαναν την
πολυμορφία των στόχων δημόσιου συμφέροντος: Την εξασφάλιση του εφοδιασμού, την
ασφάλεια των δικτύων, την προστασία χρηστών, καταναλωτών και επενδυτών, τη σταθερότητα
και καλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την προστασία των
προσωπικών δεδομένων, την αποφυγή της αφερεγγυότητας που μολύνει την αγορά, ή
και κάθε τι άλλο, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές επιδιώξεις. Η εξυπηρέτηση
τέτοιων στόχων είναι και ο πειρασμός για την έκδοση χρυσών μετοχών κατά την
ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων, που δημιουργούν τα σοβαρά ζητήματα εφαρμογής
του ενωσιακού δικαίου, στα οποία αναφέρθηκε ο κ.Βερβεσός.
Τέταρτο
ζήτημα, αρχή της διαφάνειας και της ειλικρίνειας. Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι το
δημόσιο συμφέρον μπορεί να αποτελεί πρόσχημα για άλλα. Ο κ.Φαραντούρης έκανε λόγο για τη «ρυθμιστική αιχμαλωσία», την
ιδιοποίηση δηλ. του δημόσιου συμφέροντος από ιδιωτικά συμφέροντα. Αλλά και αν
δεν πάει ο νους μας στο πονηρό, έχουμε το φαινόμενο της χρήσης θεσμών για την επίτευξη σκοπών, που οι θεσμοί αυτοί δεν
είχαν σκοπό να υπηρετήσουν, ή της δημιουργίας
θεσμών, που κρύβουν άλλα. Παράδειγμα της υποκριτικής χρήσης θεσμών είναι η
χρήση και η χειραγώγηση του πτωχευτικού δικαίου για κρατικούς σκοπούς, π.χ. την
κρατικοποίηση ή την ιδιωτικοποίηση (έχουμε δει τέτοια φαινόμενα με το νόμο για
τις προβληματικές επιχειρήσεις και με το περίφημο άρθρο 46α ν.
1892/1990). Η κα Τζίβα αναφέρθηκε σ’
αυτά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε και αυτό που γράφει η κα Τροβά, στη γραπτή εισήγησή της (δυστυχώς δεν μπόρεσε να
παρευρεθεί), ότι στην πράξη οι ΣΔΙΤ δεν αποτελούν παρά ένα μοντέρνο τρόπο
έμμεσου κρατικού δανεισμού, όπου ιδιώτες
δανείζονται οι ίδιοι, για την επίτευξη όμως κρατικού σκοπού, κάτι που
περιορίζει τον ευθύ κρατικό δανεισμό. Η κα Τροβά
βλέπει σ’ αυτό κάποια «θεσμική υποκρισία».
Πέμπτο
ζήτημα η σχέση κράτους και ιδιωτικής επιχείρησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν εδώ οι αναπτύξεις
της κας Μικρουλέα, που έδειξε το
βαθμό, στον οποίο οι δημόσιες επιχειρήσεις υπόκεινται στους κανόνες
ανταγωνισμού, και έχουν τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, αλλά και τα
μειονεκτήματα, τα «βαρίδια» όπως τα ονόμασε, που έχουν οι επιχειρήσεις αυτές,
όταν ανταγωνίζονται ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η κα Μικρουλέα μας ανέπτυξε την αρχή της ουδετερότητας, που πρέπει να
ισχύει κατά αλλά και υπέρ του Δημοσίου.
Το
φορολογικό ζήτημα είναι αυτοτελές. Ο κ.Γιαννόπουλος
μας είπε ότι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής δεν αρκεί, ούτε η
υπεροφορόγηση είναι λύση, πρέπει να υπάρχουν περισσότερες επιχειρήσεις που
πληρώνουν φόρους. Μας ανέφερε επίσης περιπτώσεις όπου η φορολογία δεν έχει
δημοσιονομικούς, αλλά άλλους σκοπούς, π.χ. την άσκηση κοινωνικής πολιτικής
(όπως η προστασία της πρώτης κατοικίας), την αναδιανομή του εισοδήματος (μέσω
διαφοροποιημένων συντελεστών) ή την υλοποίηση άλλων πολιτικών επιλογών (όπως ή
η γνωστή βαριά φορολογία του αλκοόλ ή του καπνού). Η επιδίωξη μη ευθέως
δημοσιονομικών σκοπών με το φόρο είναι
μεν νοητή – αυτό μόλις το είδαμε – βρίσκεται όμως στα όρια της
συνταγματικής ισότητας και πρέπει να θεσπίζεται με προσοχή.
Μια κουβέντα μόνο
για τις πολλές μεθόδους της εποπτείας. Ο κ.Μαρίνος
μας παρουσίασε μια μεγάλη βεντάλια τέτοιων μεθόδων, τις είδαμε και στις
επιμέρους εισηγήσεις, να πω μόνο ότι η εποπτεία είναι νοητή όχι μόνο για τη
συμμόρφωση με τη ρύθμιση, αλλά και για την συμμόρφωση με την αυτορρύθμιση ή το
soft law, και παραπέμπω στην εισήγηση της κας Λιβαδά για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες
εταιρικής διακυβέρνησης και το μηχανισμό comply or explain.
Η παροδικότητα της κρίσης: Αλλαγή πορείας ή προορισμού;
Έρχομαι
τώρα σε κάτι, που σε κάποιο βαθμό προέκυψε από τις εργασίες του Συνεδρίου και
έχει σχέση με την κρίση: Η βραχυπρόθεσμη ενατένιση της κρίσης δημιουργεί την
τάση να νομίζουμε ότι υπάρχει ένα παροδικό
δίκαιο της κρίσης, και ότι, όταν περάσει η μπόρα, όλα θα επανέλθουν και θα
είναι όπως πριν. Π.χ. ακούμε σήμερα ότι η μελετώμενη τροποποίηση του πτωχευτικού
δικαίου θα είναι προσωρινή και ότι το πτωχευτικό δίκαιο θα επανέλθει εκεί που
ήταν, όταν η αγορά ομαλοποιηθεί.
Όμως
εδώ γεννάται ένα ερώτημα. Μήπως η «κρίση» είναι λάθος όνομα, στο μέτρο που
υποδηλώνει κάτι παροδικό, και τα αίτια των δεινών είναι δομικά και οφείλονται
στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, έτσι ώστε η κρίση να μην είναι το παροδικό
φαινόμενο που νομίζουμε; Στο προτελευταίο τεύχος του ο Economist σε μεγάλο
αφιέρωμα επισημαίνει ότι η παγκόσμια οικονομία μετά την πρώτη βιομηχανική
επανάσταση του τέλους του 18ου αι. και τη δεύτερη του τέλους του 19ου,
σήμερα περνάει την τρίτη, χαρακτηριζόμενη από την ανάπτυξη της τεχνολογίας, το
πανταχού παρόν διαδίκτυο, την εξελιγμένη ρομποτική, τα αυτοκίνητα και τα
αεροπλάνα χωρίς οδηγό, τις υπηρεσίες παντός είδους (ιατρικές, εκπαιδευτικές,
μεταφραστικές κλπ.) από απόσταση ή και χωρίς καν ανθρώπινη παρέμβαση. Σε
αντίθεση με τις δύο προηγούμενες, η τρίτη επανάσταση είναι δύσκολη, τουλάχιστον
για δύο λόγους: Δεν δημιουργεί πολλές θέσεις εργασίας και μάλιστα καταργεί
πολλές από τις υπάρχουσες, επιπλέον δε αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες, ιδίως
μεταξύ μιας εξειδικευμένης elite εργαζομένων και των υπολοίπων. Η διεύρυνση των
ανισοτήτων, αν και για άλλους λόγους, έχει υποστηριχθεί πρόσφατα και σε βιβλίο
του Γάλλου νεαρού οικονομολόγου Thomas Piketty, «Το κεφάλαιο στον 21ο
αι.», ένα βιβλίο που έγινε ήδη παγκοσμίως διάσημο, και που έχει περίπου
καταδείξει ότι η απόδοση του κεφαλαίου στις ανεπτυγμένες χώρες είναι μεγαλύτερη
από το ρυθμό της ανάπτυξης και ότι αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στη διεύρυνση των
ανισοτήτων. Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια καμπή της ιστορίας, όπου τα δεδομένα
έχουν αλλάξει και η αίσθηση της παροδικότητας ή η νοσταλγία των περασμένων
μπορεί να είναι κακοί σύμβουλοι.
Σ’
αυτά θα ήθελα να προσθέσω όσα ακούσαμε σήμερα από τον κ.Κουτσούμπα, για το πόσο διαφορετικά είναι τα δεδομένα της σημερινής
χρηματοοικονομικής κρίσης από εκείνα των προηγούμενων κρίσεων. Η παρούσα κρίση,
μας είπε, δεν είναι κυκλική αλλά δομική. Βέβαια μπορεί να υπήρξαν λάθη,
ρυθμιστικά κενά, η αισιοδοξία της αυτορρύθμισης, όμως καθοριστικό ρόλο έπαιξαν
η παγκοσμιοποίηση, τα παράγωγα, τα σκιώδη τραπεζικά συστήματα, η δημιουργία
χρήματος από μη χρήμα, οι οίκοι αξιολόγησης, πράγματα που δεν είναι κατ’
ακριβολογία λάθη, είναι εξέλιξη –
καλή ή κακή δεν είναι βέβαιο – και σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτη. Η εξέλιξη του
ανθρώπου μπορεί να σηματοδοτείται και από λάθη, τα λάθη όμως μπορεί να είναι
και χρήσιμα. Η τιτλοποίηση, που τόσο δυσφημίστηκε, μπήκε κάπως σε κάποιο
ρυθμιστικό πλαίσιο, κάθε άλλο όμως παρά εξέλιπε.
Για
να χρησιμοποιήσω λοιπόν όρους που αγαπούσε ο Αντώνης Αντάπασης, το πλοίο ίσως δεν άλλαξε απλώς πορεία, άλλαξε
προορισμό, με το ιδιάζον όμως ότι αυτός ο προορισμός δεν είναι ακόμη ξεκάθαρος.
Αντί λοιπόν να έχουμε το τέλος της ιστορίας, όπως ήθελε ο Francis Fukuyama,
φαίνεται ότι ένα κεφάλαιο έκλεισε και ξεκινάμε από τη σελίδα 1. Όλα αυτά όμως –
ακόμη και με μορφή ερωτήματος ή υποψίας – πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη και από το δίκαιο, αν πρόκειται να
υπάρξει αντιμετώπιση της νέας κατάστασης, χωρίς φάρμακα βραχυπρόθεσμα ή
ακατάλληλα και με την αισιόδοξη θεώρηση ότι, όπου νάναι, η κρίση τελειώνει.
Όπως είπε ο κ.Δελλής, τα φάρμακα που
ήταν καλά πριν, δεν είναι καλά και μετά.
Oπότε
λοιπόν, τι γίνεται; Από το Συνέδριο αυτό προέκυψαν ορισμένα ιδέες. Το πρώτο
είναι αυτό που επισήμανε ο κ.Βερβεσός
στο πλαίσιο της εισήγησής του για την χρηματοπιστωτική κρίση, αν και το
επισήμανε κάπως με συντομία, ότι η σημερινή κατάσταση ανάγκης, είτε κρίση είναι
είτε μόνιμη μεταβολή, δεν πρέπει να οδηγήσει σε εκπτώσεις του αξιακού apparatus
του Συντάγματος. Οι βασικές ελευθερίες για τις οποίες ενδιαφέρεται το ΕμπΔ, η
οικονομική ελευθερία, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, το δικαίωμα του επιχειρείν
και, ακόμη, η αρχή της ευθύνης, που φαίνεται να έχει και αυτή συνταγματικό
υπόβαθρο, θα πρέπει να μείνουν όρθιες. Δεν ισχύει το ίδιο βέβαια αν κάποιος
μετέχει σε κοινωνία κινδύνων, ως δανειστής ή μέτοχος, οπότε η «περιουσία» του
υπόκειται στις μεταβολές της κοινωνίας αυτής.
Το
δεύτερο είναι η ανάγκη νηφαλιότητας. Μπορεί κανείς να θυμηθεί την περίφημη
συμβουλή του ιστορικού Γεωργίου Φραντζή προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, λίγο
πριν πέσει η Πόλη: Αυτό που χρειαζόμαστε – είπε στον αυτοκράτορα – δεν είναι
πρόσθετες στρατιές, αλλά καλό διαχειριστή.
Μάλλον εννοούσε ότι χρειάζονται άνθρωποι που, χωρίς πανικό και φωνές, μπορούν
να βοηθήσουν στο χάος. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται ωριμότητα σκέψης, υπομονή
και κάποια επάνοδος στις καλές παραδοσιακές αξίες του εμπορίου. Όπως
επισημαίνει και ο κ.Κουτσούμπας,
προέχει η αλλαγή νοοτροπίας, που για τον χρηματοοοικονομικό χώρο προϋποθέτει
λογική απαλλαγής από ορισμένες κερδοσκοπικές δραστηριότητες, αποτοξίνωση της
αγοράς, αποσυμπίεση και απομόχλευση, ώστε να προσεγγίσουν οι οικονομίες όσο
είναι δυνατόν τις πραγματικές αξίες.
Το
τρίτο, που συνδέεται με το προηγούμενο, είναι η αποφυγή λύσεων πανικού και η ανάγκη
ευελιξίας και διαρκούς προσαρμογής. Ο κ.Γκόρτσος
τόνισε την ανάγκη στενής παρακολούθησης των εξελίξεων στον τομέα των
τραπεζών, ώστε τα φάρμακα που περιέχει η «Τραπεζική Ένωση» (αυτό το τεράστιο
έργο) να είναι αποτελεσματικά. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ.Λουκάς μας μίλησε για την ανάγκη αύξησης της πίτας – όχι μόνο τη
διανομή της – αλλά και τον προοδευτικό επαναπροσδιορισμό των στρατηγικών στόχων
της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Προκύπτει δηλ. γενικότερα ότι η εποχή της
νομοθετικής σταθερότητας έχει πια παρέλθει και ότι τα πολλά τεράστια
νομοθετήματα, που μας καταβασανίζουν, θα συνεχιστούν με τον ίδιο ρυθμό. Και δεν
θα είναι μόνο τεράστια σε έκταση, αλλά θα είναι και δυσνόητα, όπως οι
μαθηματικές φόρμουλες που μας έδειξε χθες ο κ.Γκόρτσος.
Καλοδεχούμενη η επιστροφή του
κράτους;
Ένα
τελευταίο ερώτημα: Στο πλαίσιο αυτών των ιστορικών μεταβολών, πόσο καλοδεχούμενη είναι η επάνοδος του
κράτους; Υπάρχει μια σχετική αμηχανία πάνω σ’ αυτό. Το κράτος μπορεί να
εξασφαλίσει τα βασικά. Το είδαμε με την ενέργεια, όπως μας εξέθεσε ο κ.Φαραντούρης. Μας το είπε και ο κ.Αλιβιζάτος. Το κράτος επιστρέφει – λέει
– και μάλιστα χωρίς να έχει φύγει ποτέ. Ο λόγος που επιστρέφει, σε τεχνικό
επίπεδο, είναι ότι αυτό έχει αναλάβει τις υποχρεώσεις απέναντι στους δανειστές
μας και πρέπει να διαχειριστεί την εκπλήρωσή τους. Το κράτος επιστρέφει όμως
(και πρέπει να επιστρέψει) διότι σε εποχή όπως η σημερινή είναι τελικά αυτό, ως
δημοκρατικά νομιμοποιημένος φορέας, που είναι σε θέση να αναλάβει αναπτυξιακές
πρωτοβουλίες. Ή για να αναβαθμίσει τη ρύθμιση και την εποπτεία της αγοράς, όπως
τόνισε ο κ.Σπυράκος.
Όμως
ο κ.Αλιβιζάτος βάζει ένα αστερίσκο:
Ότι το κράτος, επιστρέφοντας, θα πρέπει να είναι διαφορετικό. Και θα είναι
διαφορετικό, αν είναι καλύτερο, κυρίως δηλ. αν έχει καλή στελέχωση, αν
αξιοποιεί την ευρωπαϊκή βοήθεια και αν είναι εξοπλισμένο με καλούς δικαστές.
Νομίζω
ότι μπορούμε να τελειώσουμε με αυτά και να απευθύνω εκ μέρους του Συνδέσμου τις
δέουσες ευχαριστίες:
-
Στην κυρία Μαρία Αντάπαση, και τους κατιόντες πρώτου και δευτέρου βαθμού, που
τίμησαν με την παρουσία τους το Συνέδριό μας, αφιερωμένο στον αγαπημένο μας Αντώνη.
-
Στους κ.κ.Προέδρους των συνεδριάσεων (με τη
σειρά που εμφανίστηκαν): Την κα Αναστασία
Γιογλή, Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων, τον Καθηγητή και Ακαδημαϊκό κ. Απ.Γεωργιάδη, τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών καθηγητή κ.Θ.Φορτσάκη και τον καθηγητή του ΑΠΘ κ.Νίκο Τέλλη. Ελπίζουμε (και τους
παρακαλούμε) να τους έχουμε και πάλι στα συνέδριά μας.
-
Στους Γενικούς Εισηγητές, καθηγητές κ.κ. Ν.Αλιβιζάτο και Μ.Μαρίνο, και τους κ.κ. Εισηγητές του Συνεδρίου μας. Όλοι τους έδωσαν
τον καλύτερό τους εαυτό.
-
Σε όλους που μας υπέβαλαν έγγραφες
παρεμβάσεις, που εμπλούτισαν το φάκελο του Συνεδρίου. Είναι οι αφανείς ήρωες
του Συνεδρίου και αξίζει να διαβαστούν οι εισφορές τους.
-
Στους χορηγούς του Συνεδρίου, το ΔΣΑ, τη
Microsoft Eλλάς, τα ωραία ηπειρώτικα κρασιά της Ζίτσας, την «Orbit», και βέβαια
τη «Νομική Βιβλιοθήκη» για τη σταθερή υποστήριξή της στα συνέδριά μας και για
την έκδοση των πρακτικών.
-
Και φυσικά σ’ εσάς, Κυρίες και Κύριοι, που
ήλθατε στο Συνέδριο και που ελπίζουμε να έλθετε και στα επόμενα συνέδριά μας.
-
Τέλος, αν μου το επιτρέπετε, θα ήθελα να ευχαριστήσω
εκ μέρους όλων μας και όλων σας την Οργανωτική Επιτροπή του Συνεδρίου,
ιδιαίτερα δε την Ταμία κα Ματθίδη Χάρισμα
και τον Ειδικό Γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου μας κ.Σπύρο Αλεξανδρή, για τον πολύ τους κόπο
και τη διαρκή τους μέριμνα, ώστε το Συνέδριο να λάβει χώρα κάτω από τις
καλύτερες συνθήκες.