Τα συμπεράσματα ενός συνεδρίου εμπορικού δικαίου με θέμα την οικονομική κρίση έχουν πολλά εμπόδια. Και τούτο διότι η οικονομική κρίση εκδηλώνεται μεν στις συναλλαγές, που οι εμπορικολόγοι θεωρούν δικές τους, αλλά αγγίζει βαθιά ολόκληρη την κοινωνία, τον καταναλωτή, τον εργαζόμενο, τον πολίτη, αλλά και σε υπερατομικό επίπεδο τους πολιτικούς και τους κοινωνικούς θεσμούς, εθνικούς και υπερεθνικούς. Και επίσης διότι η αποκλειστικά νομική θεώρηση της κρίσης κινδυνεύει να απομονώσει ένα πρόβλημα από τις άλλες διαστάσεις του, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, ιδεολογικές. Συνεπώς με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ακούσαμε μια γενικότερη θεώρηση της κρίσης από τον πρύτανη κ.Γέμτο, που μας βοήθησε να δούμε το οικονομικό αλλά και ταυτόχρονα νομικό υπόβαθρο των αιτίων της, αλλά και τον ομ.καθηγητή κ.Δωρή, που επιχείρησε την ένταξη του φαινομένου στο γενικό ιδιωτικό δίκαιο.
Τα αίτια της κρίσης και άρα τα αποτελέσματά της δεν έχουν ακόμη προσδιορισθεί με κάποια σχετική ακρίβεια. Συχνά ακούμε την εξιστόρηση της κρίσης, αλλά η εξιστόρηση δεν λύνει το πρόβλημα της αιτιότητας, πιο είναι το μερίδιο ευθύνης της κάθε συνιστώσας. Π.χ. ο κ. Λέκκας μας ανέφερε τις αμφιβολίες για το αν έφταιξε η τιτλοποίηση στην κρίση. Βέβαια τα γεγονότα που αναφέρονται ως παραγωγά της κρίσης είναι πολύ-λίγο γνωστά, σήμερα ωστόσο, και μετά από πολλή σκέψη, οι σοφοί φαίνονται να σχετικοποιούν κάποια από αυτά, που αρχικά δαιμονοποιήθηκαν, όπως οι αμοιβές των golden boys, οι φορολογικοί παράδεισοι, τα hedge funds1, η τιτλοποίηση ή η απληστία. Βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μια ανάλυση του καθηγητή Wernhard Möschel2, που κρίνει ότι τα περισσότερα από τα πράγματα αυτά (είτε κατά τα άλλα είναι καλά είτε κακά) είναι απλώς άσχετα με την κρίση – το πολύ-πολύ να την έκαναν οξύτερη. Αντίθετα δίδεται πλέον μεγαλύτερη προσοχή σε βαθύτερες αιτίες, όπως η απορρύθμιση (deregulation), η ανεπαρκής εποπτεία, οι ανισορροπίες μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας ή ακόμα και η συστημική αστοχία του καπιταλισμού.
Ανάμεσα στα ερωτήματα που πολλοί θέτουν, είναι αυτό που επισήμανε ο ομ.καθηγητής κ.Ν.Ρόκας, γιατί δεν προβλέφθηκε η κρίση. Η απάντηση στο ερώτημα είναι κρίσιμη, όχι μόνο για να δούμε τι έφταιξε και τι μπορούμε να κάνουμε, αλλά και για το ενδεχόμενο συγκρότησης μιας γενικότερης θεωρίας της κρίσης. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ο Richard Posner σε ένα φετεινό βιβλίο του, το “A failure of capitalism”, δίνει μια εξήγηση: Ότι η παντελής έλλειψη πρόβλεψης οφείλεται στους ίδιους λόγους, για τους οποίους οι αμερικανοί δεν πρόβλεψαν την επίθεση στο Pearl Harbor το 19413. Οι δε λόγοι αυτοί ήταν κατά τον Posner η απροθυμία των Αμερικανών να βάλουν στη σκέψη τους εφιαλτικά ενδεχόμενα σαν κι αυτό (παρά τις προειδοποιήσεις πολλών), διότι το κόστος αλλά και η δυσκολία των μέτρων που θα χρειαζόταν για να τα αντιμετωπίσουν ήταν τέτοιου μεγέθους, ώστε να αποτρέπεται ακόμη και η σκέψη της αντιμετώπισης. Και σήμερα δηλαδή, παρά τις προειδοποιήσεις – και προειδοποιήσεις υπήρξαν – η τιθάσευση μιας πολύπλοκης οικονομίας δεν ήταν ότι πιο εύκολο, με αποτέλεσμα οι διάφοροι “αράθυμοι” (ο όρος είναι του κ.Ψυχομάνη4) gatekeepers να αποδιώχνουν από το μυαλό τους τα πρόβλημα. Αν δείχνει κάτι η εξήγηση αυτή του Posner είναι το πόσο δύσκολη είναι και θα είναι και στο μέλλον η αποφυγή των κρίσεων. Πάντοτε θα υπάρχει η αίσθηση ότι το κακό δεν θα έλθει.
Άρα τι κάνουμε; Μήπως το δίκαιο, όπως έχει, μπορεί να βοηθήσει; Πολλοί από τους εισηγητές μας ασχολήθηκαν με το ερώτημα.
Όπως είναι γνωστό, το δίκαιο έχει πάντα ένα ισχυρό οπλοστάσιο, τις ρήτρες «αισθήματος δικαίου» – για να μην ξεχνάμε τον αείμνηστο Λεωνίδα Γεωργακόπουλο. Ο κ.Δωρής μας τις παρουσίασε: Πρόκειται για την καλή πίστη, την κατάχρηση δικαιώματος, τη γενική απαγόρευση της εκμετάλλευσης του ασθενεστέρου, αλλά και το άρθρο 388 ΑΚ, το μηχανισμό δικαστικής παρέμβασης για δικαιότερο περιεχόμενο της σύμβασης, χωρίς τις ατέλειες του «μαύρο ή άσπρο», που χαρακτηρίζουν την ακυρότητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ρήτρες αυτές θα έλθουν σε βοήθεια – και η βοήθεια είναι ακόμη πιο αναγκαία σε χαλεπούς καιρούς. Είχαν ιδιαίτερη αξία οι αναλύσεις του κ.Δωρή τόσο με το χρονικό των νομισματικών κρίσεων, το οποίο συμπλήρωσε ο κ.Ιατράκης, όσο και με τις αναλύσεις του για τη σχέση της ΑΚ 388 με τις ΑΚ 200 και 288, αλλά και για την οικονομική αδυναμία παροχής.
Εκτός από τις γενικές ρήτρες, τεράστιο ενδιαφέρον αποκτά το δίκαιο του ανταγωνισμού. Ο καθηγητής κ.Τζουγανάτος έδειξε πόσο δύσκολο είναι να εκτιμηθούν τα ευνοϊκά αποτελέσματα των «εξυγιαντικών» συγκεντρώσεων, έδειξε και την αδυναμία της σχετικής θεωρίας να συμβάλει στην αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων. Και στην καλύτερή της εκδοχή, η εξυγιαντική συγκέντρωση αποτελεί διάσωση μιας επιχείρησης, όχι διάσωση ενός κλάδου. Δύσκολα συνεπώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η παρέκκλιση από τους κανόνες των συγκεντρώσεων σε εποχή κρίσης, αντίθετα μάλιστα θα μπορούσε να υποστηριχθεί και η αυστηροποίησή του – αν και όχι απαραίτητα με ποινικοποίηση των διατάξεων, όπως συνέβη πρόσφατα με το ν. 3784/2009.
Όμως το υπάρχον οπλοστάσιο δεν είναι επαρκές. Η κρίση έχει ανάγκη πολλών κρατικών ή και διεθνών παρεμβάσεων, τέτοιες δε υποδείχθηκαν από τους εισηγητές μας. Βεβαίως δεν υπήρξε φιλοδοξία σύνταξης μιας πλήρους συνταγογραφίας για το ξεπέρασμα της κρίσης, άλλωστε η μαζική κινητοποίηση του δικαίου για την κατασκευή ενός συνολικού δικαίου της κρίσης δεν φαίνεται εφικτή. Επιμέρους όμως μέτρα, σε κρίσιμα ζητήματα, λαμβάνονται ή προτείνεται να ληφθούν, είτε για τη διαχείριση της κρίσης, είτε για την αποτροπή μελλουσών κρίσεων, κατά τη διάκριση που έκανε ο κ.Ρόκας.
Ο κ. Γέμτος θεωρεί απαραίτητη την υποβολή σε εποπτεία των «σκιωδών» τραπεζών, που ανέλεγκτες δημιουργούν τεράστιους κινδύνους. Ο κ.Μπαζίνας προτείνει την επιστροφή στους κανόνες του υγιούς δανεισμού, όπου η παροχή ασφάλειας καθιστά τη χρηματοδότηση ευκολότερη και φθηνότερη. Ο κ.Τριανταφυλλάκης θεωρεί ορθή τη θωράκιση του συστήματος ευθύνης των εταιρικών διοικήσεων, μιας από τις «ωραίες κοιμώμενες» του συνεδρίου μας.
Ο κ.Σωτηρόπουλος, με αναφορά κυρίως στα πορίσματα του ΟΟΣΑ, θεωρεί χρήσιμη τη βελτίωση των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης, που θα συντελούν στη βελτίωση της ποιότητας των επιχειρηματικών αποφάσεων. Ο κ.Σωτηρόπουλος εντόπισε τον αδύναμο κρίκο της διαχείρισης κινδύνων, που καλύπτεται μεν ικανοποιητικά για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις ΕΠΕΥ, μόνο έμμεσα όμως και ανεπαρκώς από το ν. 3016/02 για τις άλλες εταιρίες, Εντόπισε επίσης το ζήτημα της χαμηλής ποιότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου, εκτελεστικών και μη, και βέβαια το ζήτημα των αμοιβών τους, σε συνάρτηση με τις πρόσφατες κοινοτικές συστάσεις. Σε σχέση με το σπουδαίο αυτό ζήτημα, ο ομ.καθηγητής κ.Β.Αντωνόπουλος μας παρουσίασε τις συστάσεις της Κοινότητας.
Επίσης οι κ.κ. Γαβριηλίδης, Λιάππης, Χριστιανός και Ψυχομάνης (αλφαβητικά) που έλαβαν μέρος στη χθεσινή στρογγυλή τράπεζα (που τελικά δεν ήταν και τόσο στρογγυλή, αφού είχε αρκετές οξείες γωνίες, όπως διαπιστώσαμε όλοι), έκαναν πολλές χρήσιμες επισημάνσεις για τις ανάγκες που υπάρχουν. Παραπέρα αναφορά στη στρογγυλή τράπεζα δεν θα κάνω, θεωρώντας ότι ο ομ.καθηγητής κ.Κοτσίρης έκλεισε αριστοτεχνικά το μέρος αυτό συνοψίζοντας τις βασικές θέσεις.
Πολλές λοιπόν νομοθετικές παρεμβάσεις ήταν ή θα είναι αναγκαίες – και πρέπει να επισημάνω ότι οι βελτιώσεις του δικαίου δεν είναι πάντοτε προορισμένες να αντιμετωπίζουν ειδικά και μόνο την κρίση. Πολλές εξ αυτών (ίσως μάλιστα οι περισσότερες) είναι χρήσιμες και σε καιρούς ομαλούς. Από την άλλη μεριά, το δίκαιο δεν είναι μόνο οι νόμοι και οι διατάξεις, είναι και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ο προσδιορισμός της ιδεολογίας του δικαίου είναι συχνά ζωτικό ζήτημα, από το οποίο δύσκολα μπορεί να ξεφύγει κανείς, όσο και αν είναι υποστηρικτής της πολιτικής αχρωματοψίας. Χαρακτηριστικά είναι δύο πάρα πολύ γνωστά διλήμματα, που μονίμως απασχολούν το εμπορικό δίκαιο:
Το ένα δίλημμα ανήκει στο εταιρικό δίκαιο και είναι το αν βασικό συμφέρον στην εταιρία είναι εκείνο των μετόχων της, ή μήπως προστατευόμενα είναι και τα δορυφορικά, τα “περί την εταιρία”, συμφέροντα, όπως των εργαζομένων, των καταναλωτών κλπ. Είναι το γνωστό δίλημμα «Shareholders v. Stakeholders», για το οποίο μας μίλησε ο κ.Τριανταφυλλάκης. Το άλλο δίλημμα ανήκει στο ΠτΔ και είναι το αν σκοπός του δικαίου αυτού είναι η ικανοποίηση των πιστωτών και μόνο, ή παράλληλα (ή και κυρίως) η εξυγίανση της επιχείρησης, κάτι που εξασφαλίζει εκτός από την επιβίωση της επιχείρησης και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Έχω την αίσθηση ότι αυτά τα δύο διλήμματα – που η κρίση δραματικά αναδεικνύει – θα μπορούσε κανείς, βλέποντας στο βάθος των πραγμάτων, να τα ενοποιήσει. Ίσως να πρόκειται τελικά για ένα και μοναδικό δίλημμα, το αν δηλ. πρέπει να έχουμε προστασία αποκλειστικά και μόνο του χρηματοδότη της επιχείρησης ή και της κοινωνίας γενικότερα. Μπορούμε αυτό να το δούμε παραστατικά βλέποντας τα δύο μεγάλα μέρη του παθητικού σκέλους του ισολογισμού: Τα ίδια κεφάλαια είναι οι μέτοχοι – είναι το πεδίο του εταιρικού δικαίου. Τα ξένα κεφάλαια είναι οι πιστωτές – είναι, σε περίπτωση παύσης πληρωμών, το πεδίο του πτωχευτικού δικαίου. Το ζήτημα λοιπόν είναι αν τα προστατευόμενα συμφέροντα περιορίζονται σ’ αυτά που απεικονίζει το παθητικό σκέλος του ισολογισμού, ή μήπως θα πρέπει να υπερβούμε τα συμφέροντα αυτά και να αναχθούμε σε γενικότερα συμφέροντα. Η απάντηση θα προκύψει από μια ιδεολογική προσέγγιση του ζητήματος: Φιλελεύθερη θα είναι η προστασία των μετόχων, στο εταιρικό δίκαιο, και των πιστωτών, στο πτωχευτικό, πιο κοινωνική θα είναι η προστασία και των άλλων περί την εταιρία συμφερόντων ή η προτίμηση της εξυγίανσης. Μάλιστα μια συνεπής νομοθεσία θα πρέπει να στηρίζεται στην ίδια ιδεολογία, και εδώ και εκεί. Όπου ισχύει το ένα, θα πρέπει να ισχύει και το άλλο. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς, η μια επιλογή βοηθά ερμηνευτικά την άλλη. Αλλά είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα δίλημμα που τελικά μόνο πολιτική λύση μπορεί να βρει.
Έχει λεχθεί από πολλούς, που λαμβάνουν θέση στο ενιαίο αυτό – κατά τη γνώμη μου, επαναλαμβάνω – δίλημμα, ότι, όσο τα πράγματα πηγαίνουν καλά και η αγορά είναι υγιής, καλό είναι το μεν εταιρικό δίκαιο να υπηρετεί προεχόντως τα συμφέροντα των μετόχων, το δε πτωχευτικό δίκαιο τα συμφέροντα των πιστωτών. Μάλιστα οι επιλογές αυτές στηρίζονται εύκολα στο θετικό δίκαιο. Οι μέτοχοι είναι οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης, αυτοί εισπράττουν τα κέρδη και σ’ αυτούς είναι υπόλογο το διοικητκό συμβούλιο, οι δε πιστωτές, κατά τη θεμελιακή διάταξη του άρθρου 1 του νέου ΠτωχΚ, την οποία επεσήμαναν οι κ.κ.Ορφανίδης και Μιχαλόπουλος, είναι εκείνοι χάριν των οποίων (ακριβέστερα: χάριν της “συλλογικής ικανοποίησης” των οποίων) ξετυλίγεται η διαδικασία.
Αυτά σε ομαλές περιόδους. Σε περιόδους κρίσης ερωτάται αν η αξιολόγηση πρέπει να είναι η ίδια. Εδώ η πραγματικότητα δεν πρέπει να αγνοηθεί. Ο γνωστός αμερικανός καθηγητής Franklin Allen παρατήρησε πρόσφατα5 ότι το σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία, όπου έχει ρίζες η θεωρία των stakeholders, η ανεργία δεν έπεσε τόσο δραματικά τώρα στην κρίση όσο στην Αμερική και την Αγγλία, όπου τα συμφέροντα των μετόχων έχουν σαφές προβάδισμα και όπου η διατήρηση της απασχόλησης είναι σημαντικότερη από τα μερίσματα. Δεν θεωρεί μάλιστα τυχαίο το ότι στη Κίνα, με το σφιχτό εναγκαλισμό της οικονομίας από το κράτος, η κρίση μάλλον περνά απαρατήρητη. Κατά τον Allen το αγγλοσαξωνικό σύστημα υπερέχει μεν σε περιόδους ομαλότητας, στην κρίση όμως το σύστημα αυτό παράγει και ανακυκλώνει την ανεργία και άλλες παθολογίες. Για το λόγο αυτό, λέγει ο Allen, στην κρίση υπερέχει το ευρωπαϊκό ηπειρωτικό σύστημα.
Δύσκολες κουβέντες και καθόλου αυτονόητα συμπεράσματα, που όμως αποτελούν ερέθισμα για συζήτηση. Βέβαια αυτή τη στιγμή δεν προτείνει κανείς να αλλάξει το εταιρικό ή το πτωχευτικό δίκαιο. Όμως η κοινωνική αλληλεγγύη πρέπει να αποτελεί ερμηνευτικό κριτήριο, και πάντοτε, ιδίως δε σε περιόδους κρίσης. Ένα απλό παράδειγμα. Λέγει ο ΠτωχΚ ότι όταν πωλείται η επιχείρηση του οφειλέτη ως σύνολο, ο σύνδικος θα την κατακυρώσει σ’ αυτόν που έχει κάνει τη συμφερότερη προσφορά για τους πιστωτές (ΠτωχΚ 140). Όμως ο σύνδικος θα πρέπει να λάβει υπόψη του και τις κοινωνικές ανάγκες, με την έννοια ότι αν δύο προσφορές είναι όμοιες ή σχεδόν όμοιες, θα πρέπει να υπερτερήσει εκείνη που είναι ευνοϊκότερη για τη διατήρηση της επιχείρησης και της απασχόλησης. Βάση μπορεί να είναι η ΑΚ 281.
Πέραν όμως από τέτοιες ερμηνευτικές μικροεπισκευές, δεν πρέπει να αγνοηθεί η σύγχρονη δυναμική του δικαίου, και αναφέρομαι ειδικά στο πτωχευτικό δίκαιο, που είναι το δίκαιο της κρίσης, και ειδικά στο νέο ΠτωχΚ. Η αποδραματοποίηση της πτώχευσης και η απενοχοποίηση του οφειλέτη, για τις οποίες μας μίλησε ο κ.Μιχαλόπουλος, αποτελούν μια σοβαρή εξέλιξη, που οφείλεται στο νέο Κώδικα. Μπορούμε να δούμε την εξέλιξη αυτή παραστατικά ως εξής: Οφειλέτης ζητά την πτώχευσή του όχι λόγω παύσης πληρωμών, αλλά λόγω επικείμενης αδυναμίας να εξοφλήσει τους πιστωτές του. Ταυτόχρονα («με το καλημέρα», όπως είπε ο κ.Μιχαλόπουλος) ο οφειλέτης υποβάλλει σχέδιο αναδιοργάνωσης, που έχει ήδη διαπραγματευθεί με τους πιστωτές του (το λεγόμενο «pre-packaged» plan). Τρίτον, το δικαστήριο του αναθέτει τη διοίκηση της επιχείρησής του, που θα την ασκήσει ο ίδιος χωρίς μεγάλες ενοχλήσεις από το σύνδικο. Ας φαντασθούμε λοιπόν ένα οφειλέτη που πτώχευσε, “προληπτικά” θα έλεγε κανείς, χωρίς να έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών, που παραμένει επικεφαλής της επιχείρησής του και που ήδη έχει συμφωνήσει με τους δανειστές του την έξοδό του από την διαδικασία. Πρόκειται για μια άλλη όψη της πτώχευσης και του ΠτΔ, που δεν έχει σχέση με τη γνώριμη του Εμπορικού Νόμου.
Αλλά δεν πρέπει να αγνοηθούν και οι μεγάλες δυνατότητες αναδιοργάνωσης της επιχείρησης με το σχέδιο. Σκεπτόμουν ότι αν η εξυγιαντική συγκέντρωση, στην οποία αναφέρθηκε ο κ.Τζουγανάτος, συνάπτεται με το δίλημμα διατήρηση των assets με συγκέντρωση ή κήρυξη πτώχευσης, το δίλημμα αυτό θα μπορεί να εκτιμηθεί σωστά μόνο αν ληφθούν υπόψη και οι δυνατότητες που παρέχει το πτωχευτικό δίκαιο, το κατά πόσον δηλ. η διατήρηση των assets μπορεί να επιτευχθεί και ενδοπτωχευτικά. Ένα τέτοιο υπαινιγμό έκανε, αν κατάλαβα καλά, ο κ.Αργύρης Οικονόμου. Πέραν αυτού συζητείται σήμερα σοβαρά ο εμπλουτισμός του πτωχευτικού δικαίου με νέα δύσκολα ζητήματα, όπως είναι η κρατική αφερεγγυότητα, η αναδιοργάνωση της επιχείρησης με κανόνες soft law, η αντιμετώπιση της κρίσης σε επίπεδο κλάδου και όχι απλώς ατομικής επιχείρησης κλπ.
Ένα άλλο τεράστιο ζήτημα είναι ο ρόλος του κράτους. Το ειδικότερο πρόβλημα είναι η παρέμβασή του στην οικονομία λόγω ή και με το πρόσχημα της κρίσης. Πολλοί την εύχονται, άλλοι μετρούν το ποικίλο κόστος της κρατικής παρέμβασης και το προσθέτουν στο συνολικό κόστος της κρίσης. Ο κ.Γέμτος δεν απέκλεισε την αποκατάσταση της δανειστικής ικανότητας των τραπεζών με αγορά μετοχών τους ή και προβληματικών τίτλων που κατέχουν από το κράτος, ακόμη και με κρατικοποιήσεις που θα αρθούν μετά το τέλος της κρίσης. Μέτρα που στην Ελλάδα έχουν ληφθεί ήδη σε κάποιο βαθμό – μας τα ανέλυσε ωραία η κα Σχοινά. Δεν χωρά αμφιβολία πάντως ότι ο κρατισμός θα είναι επικίνδυνη εξέλιξη, και χρειάζεται πολλή προσοχή.
Πολλά είναι τα ζητήματα και, αν πρέπει να διατυπώσω κάποιο συμπέρασμα, θα έλεγα κάτι που είπε ο κ.Γέμτος: Οι κρίσεις είναι το κόστος της ελευθερίας και της αβεβαιότητας στη λήψη των ατομικών αποφάσεων. Κάτι που αφήνει αναπάντητο ένα άλλο ερώτημα, με το οποίο δεν θα ασχοληθώ, για την ακριβή λειτουργία της οικονομικής ελευθερίας. Ευχαριστώ πολύ.
Ευάγγελος Περάκης
1 Ενδεικτικά αναφέρεται η άποψη του Μούζουλα, ΕΤρΑξΧρΔ 2009, 407 επ., 416, κατά τον οποίο τα hedge funds δεν προκαλούν την κρίση, την επιδεινώνουν όμως διαταράσσοντας τις αγορές.
2 Möschel, Die Finanzkrise – Wie soll es weitergehen? ZRP 2009, 129.
3 Posner, A failure of capitalism, Harvard University Press, 2009, σ. 122.
4 Ψυχομάνης, Τοξικοί νόμοι κι αράθυμες αρχές, ΔΕΕ 2009, 888.