Οι παρακάτω είναι περισσότερες συνθετικές παρά συμπερασματικές σκέψεις.
1. Η είσπραξη των εμπορικών απαιτήσεων ανήκει στην ευρύτερη θεματολογία της οικονομικής κρίσης, στο μέτρο όμως που τη διαπραγματευόμαστε ενδοσυστημικά, δηλ. με τα γνώριμα εργαλεία του αστικού, του εμπορικού και του δικονομικού δικαίου ή του δικαίου του καταναλωτή, αφορά ένα βασικότατο και διαχρονικό, θα έλεγα, ζήτημα της οικονομίας, που υπάρχει και σε χαλεπούς αλλά και σε χαρωπούς καιρούς. Είναι επίσης ένα ζήτημα διακλαδικό – δεν βλέπω γιατί δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο συνεδρίου και των αστικολόγων ή των δικονομολόγων. Και ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον που ξεκινήσαμε, όπως ξεκινήσαμε, με τη «μητρική» αστικοδικαιική θεώρηση της επιμέλειας του συνετού δανειστή, ενός ζητήματος που ολοκληρώνει την εικόνα της σχέσης δανειστή και οφειλέτη. Ο κ.Σταθόπουλος μας ανέφερε υποχρεώσεις που έχει ο δανειστής, διότι είναι δανειστής, και μάλιστα με μορφή είτε βάρους είτε παρεπόμενης είτε και πλήρους υποχρέωσης. Ο κ.Σταθόπουλος μας εξήγησε ότι η επιμέλεια, ως τρόπος συμπεριφοράς αλλά και ως μορφή υπαιτιότητας, εξαρτάται από τον κύκλο εντός του οποίου αναπτύσσει τη δραστηριότητά του ο δανειστής. Μάλιστα μας μίλησε για την αυξημένη της συνήθους επιμέλεια που οφείλει ο έμπορος, που είναι πιο εξοικειωμένος με τις συναλλαγές, που αποτελούν αντικείμενο της δραστηριότητάς του.
2. Εδώ λοιπόν μπαίνουμε στο ΕμπΔ. Όταν πρόκειται για εμπορική δραστηριότητα, έχουμε το φαινόμενο του εμπορικού δανειστή και της εμπορικής απαίτησης. Το πότε έχουμε την εμπορικότητα είναι εύκολο να το βρούμε, θα μας τον πουν οι κλασικοί κανόνες για την πρωτότυπη ή την παράγωγη εμπορικότητα, έστω και αν οι κανόνες αυτοί είναι παρωχημένοι. Το ερώτημα όμως είναι – και έγιναν αρκετές νύξεις γι’ αυτό στο συνέδριο – ποια είναι η ουσία, η οικονομική σημασία, οι ιδιαιτερότητες των εμπορικών απαιτήσεων; Ποια είναι η τυπική (ή «ως επί το πολύ») μορφή της εμπορικής απαίτησης; Στο ερώτημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
Πρώτον: Η τυπική εμπορική απαίτηση προέρχεται από σύμβαση, και μάλιστα είναι χρηματική. Δεν είναι τυπικές εμπορικές απαιτήσεις οι απαιτήσεις από αδικοπραξία ή οι απαιτήσεις εκ του νόμου π.χ. για διατροφή. Η εμπορική απαίτηση αποτελεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πίστωση, όπως μας είπε η κα Χατζηνικολάου-Αγγελίδου. Η πίστωση, από τη μια μεριά έχει ένα πρόσθετο κόστος, το οποίο μπορεί να επιρριφθεί συμβατικά σε τρίτο με το μηχανισμό του factoring, σε βάση καταμερισμού των έργων, κατά την παρατήρηση του κ.Δ.Χριστοδούλου, κινεί όμως την αγορά. Η εμπορική απαίτηση επιτρέπει το εμπόριο.
Δεύτερο χαρακτηριστικό, που προέρχεται από το πρώτο: Η εμπορική απαίτηση είναι συχνότατα σε μεγάλους αριθμούς. Κάθε έμπορος είναι οφειλέτης και δανειστής με πολλές οφειλές και απαιτήσεις, σχεδόν ποτέ δεν έχει μια απαίτηση ή μια οφειλή. Ο έμπορος σκέφτεται τη νύχτα τα γραμμάτιά του που λήγουν, τις δόσεις που οφείλει, τα ποσά που θα μπορέσει να εισπράξει – αν μπορέσει. Αφού είναι πολλά, τα ποσά είναι και μεγάλα.
Τρίτον: Αν η εμπορική απαίτηση δεν εισπραχθεί, το πρόβλημα δεν θα περιορισθεί στη συγκεκριμένη μη καταβολή. Μπορεί (όχι υποχρεωτικά, αλλά και το «μπορεί» ήδη φτάνει) να προκαλέσει αδυναμία του δανειστή να καταβάλει τα δικά του χρέη. Ο πιστωτικός και εντεύθεν ο συστημικός κίνδυνος αποσταθεροποίησης της αγοράς είναι χαρακτηριστικό της εμπορικής απαίτησης, όπως μας το περιέγραψαν οι κ.κ.Γκόρτσος και Μούργελας. Είναι τελείως διαφορετική η επίπτωση στο οικονομικό σύστημα της μη πληρωμής της εμπορικής οφειλής, από τη μη πληρωμή της οφειλής διατροφής, όσο σπουδαία και αν είναι η τελευταία.
Συνεπώς η εμπορική απαίτηση τροφοδοτεί την αγορά, καθιστά δυνατή την κίνηση των αγαθών και των υπηρεσιών, χρησιμεύει ως ασφάλεια (μας το είπε η κα Χάρισμα) και επιτρέπει την ανάληψη κινδύνων. Άρα η είσπραξη της εμπορικής απαίτησης δεν κλείνει μόνο μια χρεωστική και μια πιστωτική θέση, αλλά επιτρέπει ανακλαστικά το κλείσιμο και πολλών άλλων θέσεων, και το άνοιγμα νέων, άρα την ανανέωση της αγοράς. Η μη είσπραξη, αντίθετα, δημιουργεί κινδύνους αλυσιδωτών πτωχεύσεων. Η δικτύωση των εμπορικών απαιτήσεων αποτελεί την ουσία τους, ώστε οι συνέπειες της μη εκπλήρωσης της καθεμιάς να έχει ένα ευρύτερο αποτέλεσμα. Αυτή είναι η ουσία. Όπως επιγραμματικά τόνισε ο κ.Χριστοδούλου, σημασία έχει «η περαίωση της συναλλαγής». Ακούστηκε στο συνέδριο αυτό ότι οι νομικές συνέπειες της εμπορικότητας δεν είναι πια σημαντικές, κι αυτό είναι αλήθεια πέρα ως πέρα, γεγονός είναι όμως ότι η οικονομική σημασία της εμπορικότητας δεν έχει στο παραμικρό υποχωρήσει. Η διακινδύνευση του συστήματος από τη μη είσπραξη της εμπορικής απαίτησης δεν αναφέρεται μεταξύ των νομικών συνεπειών της εμπορικότητας, ανήκει όμως στην ουσία της.
Δεν χρειάζεται λοιπόν να εξαρθεί η σημασία της είσπραξης. Και δεν κάνει εντύπωση η παροχή από την πράξη, και στη συνέχεια από το δίκαιο, εξιδιασμένων ή υποκατάστατων τρόπων είσπραξης, όπως είναι ο συμψηφισμός (ήταν η εισήγηση του κ.Τσολακίδη), το factoring (o κ. Χριστοδούλου), η έμμεση χρηματοδότηση της καταβολής του χρέους μέσω μεταχρονολογημένων επιταγών (ο κ. Σκαρίπας), καθώς και η χρησιμοποίηση της απαίτησης ως ασφάλειας άλλης, όπως μας ανέπτυξε η κα Χάρισμα. Ορισμένοι μάλιστα από τους τρόπους αυτούς μπορεί να μαρτυρούν κάποια παθογένεια, όπως η μεταχρονολόγηση και οι επιταγές ευκολίας, που αποτελούν σίγουρα, όπως επισήμανε η κα Καλαντζάκου, «προβληματικές πτυχές του ελληνικού επιχειρείν». Τονίσθηκαν επίσης σ’ αυτό το συνέδριο οι ανάγκες επιτάχυνσης απονομής της δικαιοσύνης, καθώς και η εκπαίδευση των οφειλετών να πληρώνουν.
3. Αν όμως η σημασία της εμπορικής απαίτησης είναι προφανής, το πόσο συμπαθής είναι ο εμπορικός δανειστής είναι άλλο ζήτημα. Εδώ θυμάμαι το ερώτημα που είχε θέσει ο αείμνηστος Λ.Γεωργακόπουλος, αν το Εμπορικό Δίκαιο είναι δίκαιο «συμπαθές». Η απάντηση που έδινε ήταν «όχι πάντα». Έχω την εντύπωση ότι ο εμπορικός δανειστής δεν είναι ποτέ συμπαθής. Η ειρωνεία είναι ότι αυτό συμβαίνει ακριβώς για τους λόγους, για τους οποίους η εξόφληση της εμπορικής απαίτησης είναι σημαντική: Οι πολλές απαιτήσεις που μπορεί να έχει ένας δανειστής του δίδουν ισχύ (το δάχτυλο δείχνει τις τράπεζες), του εξασφαλίζουν ασυμμετρίες, του δημιουργούν τάση για καταπλεονεκτικούς συμβατικούς όρους. Όσο ισχυρότερος είναι ο δανειστής, τόσο η έννομη τάξη τον βλέπει με υποψία. Ακόμη περισσότερο: Τουλάχιστον για τους τρίτους, που δεν έχουν άμεση και συνεχή επαφή με την αγορά, η μη καταβολή ενός εμπορικού χρέους (π.χ. η δόση για την αγορά του ψυγείου ή η δόση για το στεγαστικό δάνειο) δεν είναι και τόσο σημαντικό γεγονός, ενώ η μη καταβολή άλλων χρεών, όπως του χρέους της διατροφής, είναι ηθικά πολύ βαρύτερη και καταδικαστέα.
4. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι μόνο οι εντυπώσεις, όπως μας έδειξε η χθεσινοβραδινή κουβέντα. Αν η μαζική μη καταβολή των δόσεων στο κατάστημα που πουλά τα ψυγεία μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε πτώχευση το κατάστημα, η μαζική οικονομική εξαθλίωση των καταναλωτών, μπορεί να καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα και ίσως μάλιστα με την ίδια ταχύτητα. Επομένως ναι μεν ο δανειστής δικαιούται να συμπεριφέρεται ως δανειστής και να πιέζει τον οφειλέτη, το ερώτημα όμως είναι ποιος είναι ο βαθμός της επιτρεπτής σκληρότητας. Και πόσο βαρύ μπορεί να είναι για την κοινωνία το τίμημα της ικανοποίησης της εμπορικής απαίτησης;
Για την απάντηση χρειάζονται οι συνδυασμένες δυνάμεις του αστικού δικαίου, του εμπορικού δικαίου (εντός και εκτός πτώχευσης) και του δικαίου του καταναλωτή.
5. Παρακολουθήσαμε το δυϊσμό της αντιμετώπισης, ανάλογα με το αν πρόκειται για «οριζόντια» ή για «κάθετη» εμπορική απαίτηση. Ανάλογα δηλ. με το αν οι απαιτήσεις υπάρχουν μεταξύ εμπόρων ή μεταξύ εμπόρων και καταναλωτών.
Ως προς την πρώτη κατηγορία, το δίκαιο δεν νιώθει την ανάγκη παροχής προστασίας στον οφειλέτη. Αν υπάρχει προστασία, αυτή είναι υπέρ του δανειστή, με τα ειδικά όπλα, που, όπως μας ανέλυσε ο κ.Μάζης, παρέχει ο νόμος σ’ αυτόν. Έχω την αίσθηση ότι η νομοθεσία αυτή (το π.δ. 166/2003) δεν είναι ευρέως γνωστή, αποτελεί δε τον αντίποδα του δικαίου του καταναλωτή.
6. Το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή από την άλλη μεριά είναι μια πολύ πιο συζητημένη υπόθεση. Στο συνέδριο ακούσαμε τις εισηγήσεις του κ.Μεντή για τους ΓΟΣ που έχουν σχέση με την είσπραξη και του καθηγητή κ.Πουλιάδη για τη νέα νομοθεσία για την καταναλωτική πίστη. Ο κ. Βελέντζας μας έδωσε επίσης την εικόνα των γνωστών εισπρακτικών εταιριών (με το σημερινό ευφημισμό: «εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών») και τους φραγμούς που θέτει ο νόμος στην ταλαιπωρία της προσωπικότητας των δανειοληπτών. Υπό ευρεία έννοια και εδώ βρισκόμαστε στην περιοχή της προστασίας του καταναλωτή.
7. Ένα χωριστό κεφάλαιο είναι οι συλλογικές διαδικασίες, ως η άλλη μεγάλη οδός για την είσπραξη. Με τη σημαντική γενική εισήγηση της καθηγήτριας Κας Χατζηνικολάου-Αγγελίδου είδαμε μια συγκριτική επισκόπηση της θέσης του δανειστή μέσα και έξω από την πτώχευση. Όπως μας είπε, η σύγκριση των δύο οδών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων εξαρτάται εν πολλοίς από τη διάθεση των πιστωτών, και συγκεκριμένα από το αν οι πιστωτές «είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν το ελάχιστο από το δικό τους ατομικό συμφέρον στο βωμό της διάσωσης της επιχείρησης του οφειλέτη, με εγγύηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας των δανειστών».
Σε ένα ειδικό αλλά κλασικό και δύσκολο πρόβλημα του ΠτΔ,. το συμψηφισμό, μας ξενάγησε ο κ.Τσολακίδης, με πολλές φρέσκες σκέψεις πάνω σε ζητήματα, που εξακολουθούν και μετά τον ΠτΚ να είναι αμφίβολα, όπως ο συμψηφισμός με δήλωση του συνδίκου.
Όμως είχαμε και άλλες δύο εισηγήσεις για τις συλλογικές διαδικασίες. Η μια αφορούσε τη διαδικασία συνδιαλλαγής, στην οποία διεξοδικά αναφέρθηκε ο κ.Αυγητίδης, και που είναι αμφίβολο αν πράγματι αποτελεί συλλογική διαδικασία. Όπως φάνηκε από την εισήγησή του, κύριο ζήτημα της διαδικασίας είναι η δυνατότητα παροχής προληπτικής προστασίας και είναι ακριβώς το ζήτημα που έχει κάνει τη διαδικασία ταυτόχρονα δημοφιλή και αμφιλεγόμενη. Για την άλλη διαδικασία, εκείνη της υπερχρέωσης των καταναλωτών (ν. 3869/2010), μας μίλησε ο κ.Κατσάς. Το ζήτημα της υπερχρέωσης των καταναλωτών θα συζητηθεί πολύ κατά το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και με το ρυθμό που θα αρχίσουν οι προβλεπόμενες στο ν. 3869/2010 διαδικασίες. Όπως είναι γνωστό, η εφαρμογή του νόμου θα έλθει βαθμιαία. Ήδη από 1.9.10 εφαρμόζεται το τμήμα του νόμου που αφορά τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, ενώ από την 3.1.11 μπορούν να κατατεθούν αιτήσεις ρύθμισης χρεών. Το αν θα έπρεπε ή όχι να εισαχθεί αυτή η νέα διαδικασία αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης. Ο κ.Σπυράκος μας έκανε πολλές και αξιόλογες παρατηρήσεις χθες για το ζήτημα, που αξίζει να προσεχθούν.
8. Έρχομαι σ’ ένα τελευταίο ζήτημα, το πιο οριακό της είσπραξης της εμπορικής απαίτησης. Είναι μήπως υπό ορισμένες συνθήκες θεμιτό να μην εξοφλείται καν η εμπορική απαίτηση, διότι η έννομη τάξη επιτρέπει την απαλλαγή του οφειλέτη; Το ζήτημα ανήκει στις συλλογικές διαδικασίες, δεν είναι όμως μόνο νομικό, αλλά και ηθικό. Η ηθική του μάλιστα αξιολόγηση είναι αμφίβολη. Όπως έχει παρατηρηθεί από ένα Αυστραλό συγγραφέα που ανέλυσε τα ηθικά προβλήματα του ΠτΔ (Kilpi, The Ethics of Bankruptcy, 1954, σ. 19) αφού το εμπορικό χρέος είναι σχεδόν πάντοτε συμβατικό, δεν είναι ηθικό να μην εκπληρώνεται. Μια απαίτηση εκ του νόμου μπορεί να αφαιρείται από την έννομη τάξη, διότι ο νόμος που την έδωσε μπορεί και να την αφαιρέσει. Το συμβατικό όμως χρέος δεν το έδωσε ο νόμος, αλλά η ελεύθερη βούληση του οφειλέτη. Και εδώ εντοπίζεται η ποιοτική διαφορά. Όπως παραδοσιακά θεωρείται και στη Γαλλία, διότι έτσι αναγράφεται στο γαλλικό ΑΚ, η σύμβαση είναι ο νόμος των μερών («Les conventions légalement formées tiennent lieu de loi à ceux qui les ont faites”, Code civil 1134). Δεν είναι ιδιαίτερα πειστική η ανάλυση αυτή, γιατί η ηθική αξία της υπόσχεσης δεν υπερέχει πάντοτε άλλων ηθικών αξιών, που μπορούν να αντισταθμίζουν την απαξία της μη πληρωμής. Δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνάμε τη βιβλική ρήση «αφήσεις παν χρέος ίδιον, ό οφείλει σοι ο πλησίον, και τον αδελφόν σου ουκ απαιτήσεις» (Δευτ. 15,1-2).
Οι ηθικές αμφιβολίες είναι και νομικές. Η δυνατότητα του δικαστή να απαλλάξει τον οφειλέτη στο τέλος μιας συλλογικής διαδικασίας (η λεγόμενη «discharge»), κατά τον αμερικανικό όρο, ανήκει στην αμερικανική νομική παράδοση. Με τον νέο ΠτΚ υπάρχει δυνατότητα απαλλαγής στην πτώχευση, αν και κάπου κρύβεται στο άρθρο 170 § 5, ανάμεσα σε πολλές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέξουν για τη χορήγησή της. Έχει κανείς την αίσθηση ότι ο νομοθέτης ήθελε να προβλέψει την απαλλαγή, χωρίς όμως να φαίνεται πολύ. Αντίθετα, όπως μας είπε και ο κ.Κατσάς, η απαλλαγή είναι εμφανέστατη στον ν. 3869/2010, όπου η «επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει» (αιτ.έκθεση) αναγορεύεται σε σκοπό του νομοθέτη. Κρατάω ακόμη τις «ανατρεπτικές» παρατηρήσεις αφενός μεν του κ. Μεντή ότι η λύση του προβλήματος της συλλογικής υπερχρέωσης θα έρθει μόνο με την ταχεία, υπεύθυνη, συλλογική και ατομική αναθεώρηση των χρεών (τη «σεισάχθεια»), αφετέρου δε της κας Καλαντζάκου, που θεωρεί ότι μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός ακόμη και αν η πλειοψηφία των πιστωτών διαφωνεί.
Αυτές είναι ορισμένες σκέψεις. Τα πράγματα όμως πρέπει να τα σκεφτούμε παραπέρα. Η ωρίμανση των σκέψεων έρχεται μετά το συνέδριο, και μάλιστα πολλές φορές κατά μόνας.
Ευάγγελος Περάκης