Χρήστος Χρυσάνθης
Λέκτορας Νομικής Σχολής Αθηνών, Δικηγόρος
Άρθρο 1
Στις κατηγορίες των σημείων που μπορεί να αποτελέσουν σήμα πρέπει να συμπεριληφθούν και:
«ο συνδυασμός των χρωματικών αποχρώσεων του προϊόντος ή της συσκευασίας του ή ακόμα και μεμονωμένο χρώμα, τα διαφημιστικά συνθήματα (slogans)».
Για τις χρωματικές αποχρώσεις και το χρώμα:
Η νομολογία του ΔΕΚ έχει αποδεχθεί ότι σήμα μπορεί να αποτελέσει και ο συνδυασμός χρωματικών αποχρώσεων ή και μεμονωμένο χρώμα, εφόσον έχουν εγγενή διακριτική ικανότητα, ή έχουν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης τους στις συναλλαγές. Τούτο έγινε δεκτό στις αποφάσεις επί των υποθέσεων Libertel (C-104/01) και Heidelberger (C-40/92). Παραθέτουμε τον ακόλουθο απόσπασμα της απόφ. Libertel, C-104/01:
«24. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και η Επιτροπή έχουν δηλώσει από κοινού, με δήλωση η οποία παρατίθεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως του Συμβουλίου για την έκδοση της οδηγίας, ότι «θεωρούν ότι το άρθρο 2 δεν αποκλείει τη δυνατότητα [...] να καταχωρηθεί ως σήμα συνδυασμός χρωμάτων ή μόνον ένα χρώμα [...] υπό την προϋπόθεση ότι τέτοια σημεία μπορούν να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων» (ΕΕ ΓΕΕΑ αρ. 5/96, σ. 607)…
41. … δεν θα ήταν δικαιολογημένο να συναχθεί ότι εξ αρχής δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αυτά καθαυτά τα χρώματα μπορούν να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι υπάρχουν καταστάσεις όπου αυτό καθαυτό ένα χρώμα μπορεί να χρησιμεύσει ως ένδειξη της καταγωγής των προϊόντων ή των υπηρεσιών μιας επιχειρήσεως. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτά καθαυτά τα χρώματα μπορούν να διακρίνουν υπό την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων».
Οι σύγχρονες αυτές απόψεις επικράτησαν για πολλούς λόγους, όπως:
- εμπορική πραγματικότητα: πλήθος εταιριών έχουν οικοδομήσει ένα ακλόνητο εταιρικό προφίλ πάνω σε ένα χρώμα: π.χ. KODAK - κίτρινο, VODAFON - κόκκινο, FUJIFILM – πράσινο,
- υπέρβαση γλωσσικών δυσχερειών: η υιοθέτηση ενός χρώματος ή συνδυασμού χρωματικών αποχρώσεων από μια εταιρία με δραστηριότητα σε πολλές χώρες διευκολύνει την υπέρβαση των γλωσσικών εμποδίων στην επικοινωνία της με τους καταναλωτές στις διάφορες χώρες και αγορές όπου δραστηριοποιείται,
- διεθνώς ομοιόμορφη διαφήμιση και marketing: πάλι λόγω της υπέρβασης των γλωσσικών δυσχερειών, η υιοθέτηση ενός χρώματος ή ενός συνδυασμού χρωματικών αποχρώσεων επιτρέπει την ανάπτυξη διεθνώς ομοιόμορφης διαφήμισης και marketing σε όλες τις χώρες και τις αγορές,
- ευκολότερη επισήμανση από τον καταναλωτή: ο καταναλωτής εντοπίζει και αναγνωρίζει το χρώμα και τους χρωματικούς συνδυασμού ευκολότερα και πιο άμεσα, από ότι τα λεκτικά στοιχεία και μάλιστα από μακριά.
Όλα αυτά καθιστούν τα χρώματα και τους συνδυασμούς χρωματικών αποχρώσεων πολύτιμα εργαλεία επικοινωνίας των επιχειρήσεων με τους καταναλωτές και αποτελεσματικούς μηχανισμούς επηρεασμού της καταναλωτικής βούλησης. Οποιαδήποτε παρέμβαση τρίτου στην επικοινωνία αυτή και διατάραξή της με την υιοθέτηση παραπλήσιων σε βαθμό κινδύνου συγχύσεως χρωματικών αποχρώσεων, ακόμα και με διαφορετικά λεκτικά στοιχεία, δεν συνιστά παρά εκλεπτυσμένη απόπειρα προσέγγισης στα διακριτικά γνωρίσματα ανταγωνιστή.
Η Ελληνική νομολογία:
Επανειλημμένα απασχόλησαν τα Ελληνικά δικαστήρια υποθέσεις απομίμησης (ή προσέγγισης σε) των χρωματικών αποχρώσεων γνωστών και καταξιωμένων προϊόντων και η νομολογία χορήγησε προστασία κατά απομίμησης ή παραποίησης των χρωματικών αποχρώσεων της συσκευασίας προϊόντων και μάλιστα παρά τα τυχόν διαφορετικά λεκτικά στοιχεία.
Μια ταχεία επισκόπηση της Ελληνικής νομολογία επιβεβαιώνει ότι τα Δικαστήριά μας έδειξαν μέχρι σήμερα παγίως τη δέουσα ευαισθησία στο ζήτημα της προσέγγισης στις χρωματικές αποχρώσεις άλλου ανταγωνιστή και χορήγησαν την από τους ν. 2239/94 και 146/14 προβλεπόμενη αστική προστασία, παρά τα τυχόν διαφορετικά λεκτικά στοιχεία που δεν κρίθηκαν ικανά να επιφέρουν επαρκή διαφοροποίηση.
Έτσι, όλως ενδεικτικώς, έτυχαν προστασίας οι χρωματικές αποχρώσεις της συσκευασίας των προϊόντων LOREAL (ΜΠΑ 5741/91), CAMPARI (AΠ 1009/91), UNCLE BEN’s RICE (ΕφΠειρ 3855/88), MARLBORO (ΑΠ 310/90, ΕΕμπΔ 1990, 709), NESCAFE (ΕφΑθ 1687/2004, ΕΕμπΔ 2005, 623). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο κίνδυνος συγχύσεως θεμελιώθηκε στην ομοιότητα ή την προσέγγιση των χρωματικών αποχρώσεων της συσκευασίας.
Έχει επίσης νομολογηθεί:
· Ότι προστατεύονται κατά τον περί αθεμίτου ανταγωνισμού ν. 146/14 και κατά τον περί σημάτων ν. 2239/94 το σχήμα και το μέγεθος του προϊόντος, οι χρωματικοί συνδυασμοί, το περικάλυμμα, η συσκευασία και οι λογότυποί του (ΑΠ 1123/2002, ΕΕμπΔ 2002, 887 – ΑΠ 1409/80, ΝοΒ 29, 695 – ΕφΑθ 1687/2004, ΕΕμπΔ 2005, 623 – ΜΠΑ 1265/2005, ΕΕμπΔ 2005, 628 – ΠΠΑ 1478/2005, ΕΕμπΔ 2005, 630 – ΠΠΑ 6778/2004, ΕΕμπΔ 2005 634).
· Ότι ο κίνδυνος συγχύσεως δεν αποτρέπεται αν ναι μεν το κύριο λεκτικό στοιχείο της ένδειξης είναι διαφορετικό από αυτό του σήματος, όμως η δημιουργούμενη συνολική εντύπωση από την πανομοιότυπη διαμόρφωση των ετικετών (απεικονίσεις, χρωματική σύνθεση) δίνει στο καταναλωτικό κοινό την εντύπωση ότι τα προϊόντα του τρίτου προέρχονται από συγγενική επιχείρηση (ΑΠ 1009/91, ΕΕμπΔ 1992, 148 – ΑΠ 1127/94 ΕΕμπΔ 1995, 310 - ΑΠ 751/95, ΕΕμπΔ 1998, 145)
· Ότι για τον προσδιορισμό της συνολικής εντύπωσης σημασία έχει αν ο χρησιμοποιούμενος χρωματικός συνδυασμός έχει την ικανότητα να αποσπάσει την προσοχή του καταναλωτή (ΑΠ 399/89, ΕΕμπΔ 1990, 711)
Εν όψει όλων των παραπάνω, έχουν πλέον εγκαταλειφθεί οι απόψεις που υποστηρίζονταν παλαιότερα κατά της αποδοχής των χρωματικών αποχρώσεων (ή μεμονωμένων χρωμάτων) ως σημάτων, με το σκεπτικό ότι ο αριθμός των χρωμάτων είναι περιορισμένος και δεν επαρκεί για όλους τους ανταγωνιστές.
Όμως, παρά τις ως άνω νομολογιακές εξελίξεις, υπάρχουν ακόμα και σήμερα αποφάσεις συνθέσεων της ΔΕΣ που απορρίπτουν a priori δηλώσεις σημάτων που συνίστανται σε χρώματα ή συνδυασμούς χρωμάτων. Γι’ αυτό επιβάλλεται να γίνει μνεία στο άρθρο 1 του νόμου και των χρωματικών αποχρώσεων και των μεμονωμένων χρωμάτων.
Υπόψιν ότι οι ως άνω νομολογιακές εξελίξεις είναι επιγενόμενες της Οδηγίας 89/104 ΕΚ για την εναρμόνιση του δικαίου των σημάτων και αυτός είναι ο μόνος λόγος που η Οδηγία στο αντίστοιχο άρθρο της δεν μνημονεύει τα μεμονωμένα χρώματα και τους συνδυασμούς χρωματικών αποχρώσεων.
Για τα διαφημιστικά συνθήματα (slogans):
Τα διαφημιστικά συνθήματα (slogans) διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαφήμιση και το marketing και για το λόγο αυτό πρέπει να μνημονευτούν και αυτά στην ενδεικτική λίστα των σημείων που μπορούν να αποτελέσουν εμπορικό σήμα. Π.χ. πολύ γνωστά και σημαντικά διαφημιστικά συνθήματα είναι: «έκαστος στο είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες» (για το οποίο βλ. ΜονΠρωτΑθ 275/81, ΕΕμπΔ 1983, 143, 145), «have a break have a kit kat» (για το οποίο βλ. ΔΕΚ, C-353/03, 7.7.05) κλπ. Ήδη η ΔΕΣ έχει δεχθεί πλήθος διαφημιστικών συνθημάτων τα οποία και έχει καταχωρίσει ως σήματα. Έτσι, τα διαφημιστικά συνθήματα αποτελούν στην πράξη χαρακτηριστική περίπτωση εμπορικών σημάτων και γι’ αυτό επιβάλλεται να μνημονευτούν και αυτά στην ενδεικτική απαρίθμηση του άρθρου 1.
Άρθρο 4
Στον ισχύοντα νόμο 2239/1994 μετά το άρθρο 4 ακολουθεί το άρθρο 5 για τα λεγόμενα ονοματικά σήματα. Το ισχύον άρθρο 5 δεν υπάρχει στο νομοσχέδιο. Το ισχύον άρθρο 5 ορίζει:
«Εάν το σήμα αποτελείται από το ίδιο το όνομα του καταθέτη, το αυτό δε όνομα έχει ήδη κατατεθεί από άλλον ως σήμα για να διακρίνει ταυτόσημα ή ομοειδή προϊόντα, πρέπει να προστεθεί κάποιο διακριτικό σημείο για τη σαφή διάκρισή του από το προηγούμενο».
Η ρύθμιση του ισχύοντος άρθρου 5 είναι απολύτως αναγκαία και πρέπει να επανέλθει στο νομοσχέδιο. Υπάρχει πλήθος υποθέσεως που έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια για αυτή την κατηγορία των λεγόμενων ονοματικών σημάτων. Η ρύθμιση του ισχύοντος άρθρου 5 είναι ισορροπημένη και δίκαιη, γιατί αφενός δεν στερεί το δικαίωμα να χρησιμοποιεί κάποιος ως σήμα το όνομά του και αφετέρου τον υποχρεώνει (αν το όνομα αυτό χρησιμοποιεί ήδη και άλλος ως σήμα) να προσθέσει κάποιο διακριτικό που να τον διαφοροποιεί επαρκώς από τον προηγούμενο.
Η κατάργηση του ισχύοντος άρθρου 5 θα επιφέρει πλήρη ανασφάλεια και αβεβαιότητα δικαίου στα δικαστήρια ως προς το πώς θα αντιμετωπίζονται εφεξής αυτές οι περιπτώσεις που είναι πολλές και συνήθεις. Μάλιστα από το αρ. 18 παρ. 1 του νομοσχεδίου προκύπτει ότι καθένας μπορεί να χρησιμοποιεί το όνομα και την επωνυμία του και ως σήμα, ακόμα και υπάρχει άλλο σήμα προγενέστερο και χωρίς καμιά άλλη ειδικότερη προϋπόθεση.
Μάλιστα το ορθό θα ήταν το ισχύον άρθρο 5 όχι μόνο να παραμείνει, αλλά και να γίνουν κάποιες νομοτεχνικές διορθώσεις στη φραστική του διατύπωση, όπως:
- Ο μεταγενέστερος καταθέτης πρέπει σε κάθε περίπτωση να υποχρεώνεται να χρησιμοποιεί το πλήρες ονοματεπώνυμό του και όχι μόνο το όνομα ή μόνο το επώνυμο
Γενικά, η κατάργηση του ισχύοντος άρθρου 5 κρίνεται αδικαιολόγητη, άδικη και βαίνει σε βάρος πλήθους πολύ γνωστών σημάτων φήμης που είναι ονοματικά (π.χ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΥΜΙΔΗΣ, ΓΙΩΤΗΣ, ΠΑΥΛΙΔΗΣ, κλπ). Εφεξής θα μπορεί ο καθένας που φέρει αυτό το επώνυμο να το χρησιμοποιεί ως σήμα και δεν θα υπάρχει στο νόμο διάταξη που να δίνει κάποιο προσανατολισμό και κάποια κατεύθυνση στα δικαστήρια για το πώς θα κρίνονται αυτές οι υποθέσεις και με ποια κριτήρια θα αξιολογούνται. Αυτή η αβεβαιότητα δικαίου βαίνει σε βάρος των σηματούχων.
Άρθρο 8
Διοικητική Επιτροπή Σημάτων
Στην παρ. 3 α για τα πρόσωπα που συγκροτούν τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων, δεν υπάρχει πρόβλεψη ότι και ο οριζόμενος εκπρόσωπος του Επιμελητηρίου πρέπει να είναι πτυχιούχος ανωτάτης σχολής.
Επίσης, για όλα τα μέλη πρέπει να προβλεφθεί ότι πρέπει να έχουν αποδεδειγμένα γνώση μιάς τουλάχιστον ξένης γλώσσας από τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ. Τούτο διότι τα μέλη της ΔΕΣ πρέπει να έχουν δυνατότητα να μελετούν τις επίσημες οδηγίες (Guidelines, σήμερα γνωστές ως The Trademark Manual) του Κοινοτικού Γραφείου Σημάτων (O.H.I.M.). Οι Οδηγίες αυτές περιλαμβάνουν αναλυτικούς κανόνες με κριτήρια για το πώς αξιολογείται ο κίνδυνος συγχύσεως και πολλά άλλα ζητήματα του δικαίου των σημάτων που έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης του Κοινοτικού Δικαίου. Τα μέλη της ΔΕΣ πρέπει να έχουν την γλωσσική ικανότητα να μελετήσουν τα κείμενα αυτά τα οποία πρέπει να εφαρμόζουν. Δυστυχώς, πολλές συνθέσεις της ΔΕΣ δεν εφαρμόζουν ούτε την παγία νομολογία του ΔΕΚ, ούτε τις επίσημες οδηγίες (Guidelines) του Κοινοτικού Γραφείου Σημάτων (O.H.I.M.).
Ακόμα, πρέπει να προβλεφθεί ότι τα μέλη της ΔΕΣ (πλην του Προέδρου που είναι πάρεδρος του ΝΣΚ) πρέπει τουλάχιστον άπαξ ανά διετία να παρακολουθούν: (α) είτε ειδικά εκπαιδευτικά σεμινάρια διάρκειας όχι μικρότερης των 25 ωρών με αντικείμενο τη νομολογία του ΔΕΚ για τα εμπορικά σήματα και τις επίσημες οδηγίες (Guidelines, The Trademark Manual) του OHIM που θα διοργανώνει η Δ/νση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας του Υπουργείου με διδάσκοντες μέλη του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού των νομικών σχολών της χώρας, ή δικηγόρους με ειδικές γνώσεις προτεινόμενα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ή τους Δικηγορικούς Συλλόγους Αθηνών ή Πειραιώς, ή στελέχη του Κοινοτικού Γραφείου Σημάτων (O.H.I.M.), (β) είτε ειδικά εκπαιδευτικά σεμινάρια του Κοινοτικού Γραφείου Σημάτων O.H.I.M. με το ίδιο αντικείμενο και διάρκεια όχι μικρότερη των πέντε εργασίμων ημερών και των εικοσιπέντε συνολικά ωρών.
Γενικά, πρέπει να ενισχυθεί η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει η ΔΕΣ και η βελτίωση των γνώσεων και της εξειδίκευσης των μελών της.
Άρθρο 9
Διαδικασία
Η παρ. 2 προβλέπει ότι το έκθεμα για τις συνεδριάσεις της ΔΕΣ ανακοινώνεται 8 ημέρες πριν τη συνεδρίαση. Το ιδανικό θα ήταν το έκθεμα να ανακοινώνεται τουλάχιστον 4 ή 5 μήνες πριν τη συνεδρίαση, ώστε να υπάρχει πραγματική δυνατότητα πληροφόρησης μέσω του εκθέματος για την άσκηση παρέμβασης. Οι συνθήκες της Υπηρεσίας επιτρέπουν την έγκαιρη ανακοίνωση του εκθέματος και τούτο είναι εφικτό.
Στην παρ. 5 προβλέπεται ότι : «Η ΔΕΣ μπορεί να επιτρέψει την εξέταση μαρτύρων ενώπιόν της». Η ρύθμιση αυτή δεν κρίνεται αναγκαία, αφού υπάρχει η δυνατότητα ενόρκων βεβαιώσεων. Επίσης, δεν κρίνεται και εφικτή με τα παρόντα δεδομένα, γιατί δεν υπάρχει ούτε η χρονική δυνατότητα, ούτε η διαμόρφωση κατάλληλων χώρων για εξέταση μαρτύρων δια ζώσης, ούτε η υποδομή για τη μαγνητοφώνηση ή την καταγραφή με άλλο τρόπο των καταθέσεων.
Στην παρ. 6 ορίζεται: «Με την επιφύλαξη της διάταξης του αρ. 3 παρ. 3, οι λόγοι απαραδέκτου των σημάτων κρίνονται κατά το καθεστώς που υφίσταται κατά τη συζήτηση της δήλωσης ενώπιον της διοικητικής επιτροπής σημάτων». Είναι γνωστό από το παρελθόν ότι η διάταξη αυτή είναι ανεπιεικής και έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα πρακτικής εφαρμογής. Π.χ. έστω ότι συζητείται η δήλωση σήματος στη ΔΕΣ και απορρίπτεται ένεκα άλλου όμοιου ή παρόμοιου προγενέστερου σήματος. Κατά της απόφασης ασκείται προσφυγή στο ΔιοικΠρωτΑθ. Μέχρι τη συζήτηση της προσφυγής, το προγενέστερο σήμα είτε δεν ανανεώνεται και λήγει, είτε διαγράφεται, είτε το αγοράζει ο καταθέτης του σήματος που απορρίφθηκε. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, κατά τη συζήτηση της προσφυγής στο ΔιοικΠρωτΑθ το προγενέστερο σήμα δεν υπάρχει πλέον και γι’ αυτό δεν συντρέχει κανένας λόγος να απορριφθεί η δήλωση και από το ΔιοικΠρωτΑθ. Αντίθετα [πρέπει στο ΔιοικΠρωτΑθ να γίνει δεκτή. Όμως η παρ. 6 εμποδίζει το ΔιοικΠρωτΑθ να δεχθεί τη δήλωση, γιατί το δεσμεύει να κρίνει με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στο ΔΕΣ. Τούτο είναι ανεπιεικές και περιττό και είναι και νομικά εσφαλμένο, γιατί η προσφυγή στο ΔιοικΠρωτΑθ είναι από νομική άποψη προσφυγή ουσίας και όχι ακυρωτική. Δηλ. στο ΔιοικΠρωτΑθ εξετάζονται όχι μόνο τα νομικά ζητήματα, αλλά και τα πραγματικά, δηλ. η πραγματική κατάσταση που υφίσταται. Και μάλιστα η προσφυγή δεν είναι ένδικο μέσο που μόνο ελέγχει την απόφαση της ΔΕΣ, αλλά είναι το εισαγωγικό δικόγραφο, δηλ. είναι το δικόγραφο με ο οποίο η υπόθεση εισάγεται για πρώτη φορά στο δικαστήριο. Η καταχώριση του σήματος γίνεται με την τελεσίδικη δικαστική απόφαση (βλ. αρ. 14 του νομοσχεδίου). Πρέπει λοιπόν κάθε πραγματική μεταβολή που έλαβε χώρα μέχρι τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη δικαστική απόφαση να λαμβάνεται υπόψιν και να μη δεσμεύονται τα διοικητικά δικαστήρια από το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη συζήτηση στη ΔΕΣ. Γι’ αυτό η διάταξη πρέπει να διατυπωθεί ως εξής: «Οι λόγοι απαραδέκτου κρίνονται κατά το καθεστώς που υφίσταται κατά την τελευταία συζήτηση της δήλωσης για την παραδοχή της». Δηλ. όπως ακριβώς και στην παρ. 3 του αρ. 3. Εξάλλου, γιατί να υπάρχει διαφοροποίηση στην περίπτωση του αρ. 3 παρ. 3 για τον επιγενόμενο διακριτικό χαρακτήρα που αποκτάται ακόμα και μετά τη συζήτηση στη ΔΕΣ και να μην ισχύει το ίδιο και για τους λοιπούς λόγους απαραδέκτου; Αν από τη συζήτηση στη ΔΕΣ μέχρι τη συζήτηση στο ΔιοικΠρωτΑθ ή στο ΔιοικΕφΑθ εκλείψει ουσιαστικά οπ κίνδυνος συγχύσεως που υπήρχε κατά τη συζήτηση στη ΔΕΣ αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν και όχι να αγνοείται. Στη παρ. 4 του αρ. 21 του νομοσχεδίου γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το πιο πάνω ζήτημα, μόνο όμως σε σχέση με την περίπτωση της απόκτησης εκ μεταβιβάσεως του προγενέστερου σήματος που εμπόδισε την καταχώριση μεταγενέστερου. Ορθότερο είναι να διορθωθεί και η παρ. 6 του αρ. 9.
Πρέπει να συμπληρωθεί παρ. 11 κατά την οποία:
«Οι αποφάσεις της Διοικητική Επιτροπής Σημάτων και των διοικητικών δικαστηρίων λαμβάνουν υπόψιν και εφαρμόζουν εκτός από τον παρόντα νόμο και τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και τις επίσημες οδηγίες (Guidelines, TheTrademarkManual) του Κοινοτικού Γραφείου Σημάτων (O.H.I.M.). Οι απορριπτικές αποφάσεις πρέπει να αιτιολογούνται με παραπομπή στα κείμενα αυτά».
Είναι λυπηρό, αλλά ακόμα και σήμερα υπάρχουν συνθέσεις της ΔΕΣ και των διοικητικών δικαστηρίων που συνειδητά αρνούνται να εφαρμόσουν τα πάγια πορίσματα της νομολογίας του ΔΕΚ και του Κοινοτικού Γραφείου που καταγράφονται στα επίσημα Guidelines (γνωστά σήμερα ως The Trademark Manual). Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε αποφάσεις της ΔΕΣ και των δικαστηρίων αντίθετες προς τη νομολογία του ΔΕΚ και του Κοινοτικού Γραφείου. Δηλ. το δίκαιο των σημάτων να μην εφαρμόζεται όπως έχει εναρμονιστεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ αυτό είναι αναγκαία μια άμεση και ευθεία νομοθετική παραπομπή του Ελληνικού νόμου στα κείμενα αυτά. Τούτο θα συμβάλλει στην ασφάλεια και τη βεβαιότητα του δικαίου, την προβλεψιμότητα των αποφάσεων της ΔΕΣ και των δικαστηρίων με γνωστά και καταγεγραμμένα κριτήρια και την αποτροπή αυθαιρεσιών. Υπόψιν ότι σε πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον τρόπο εφαρμογής του δικαίου των σημάτων στα κράτη μέλη, διαπιστώθηκε η ανάγκη για πιο πιστή εφαρμογή του Κοινοτικού δικαίου στα κράτη μέλη. Η προτεινόμενη ρύθμιση συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή.
Άρθρο 10
Τριτανακοπή
Με την παρ. 4 περιορίζεται χρονικά η προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ασκηθεί τριτανακοπή. Η ρύθμιση θα συμβάλλει στη σύντμηση του συνολικού χρόνου που απαιτείται από την κατάθεση μέχρι την καταχώριση του σήματος. Περιορίζεται βέβαια η δυνατότητα των σηματούχων να προστατεύσουν τα κατοχυρωμένα σήματά τους, αφού θα υποχρεωθούν να ασκούν συντομότερα την τριτανακοπή. Ωστόσο, ο χρονικός αυτός περιορισμός της προθεσμίας κρίνεται ανεκτός και λογικός.
Με την παρ. 5 η επίδοση της τριτανακοπής που γινόταν από την Υπηρεσία θα γίνεται εφεξής από το σηματούχο. Κατ’ αποτέλεσμα μετακυλύεται ένα οικονομικό κόστος από το Δημόσιο στους ιδιώτες σηματούχους. Στον ίδιο νόμο προβλέπεται βέβαια και η μείωση των παραβόλων – τελών για καταθέσεις και άλλες πράξεις επί σημάτων. Ωστόσο και αυτή η μετακύληση του κόστους δύναται να θεωρηθεί ανεκτή και λογική.
Με την ίδια παρ. 5 ορίζεται ότι η τριτανακοπή πρέπει να κοινοποιηθεί στον καθού τουλάχιστον 15 ημέρες πριν τη συζήτησή της. Αυτή η προθεσμία επίδοσης της τριτανακοπής είναι απαράδεκτα σύντομη. Η προθεσμία πρέπει να οριστεί σε 60 ημέρες όταν ο καθού είναι ημεδαπός και 90 ημέρες όταν ο καθού είναι αλλοδαπός. Είναι αυτονόητο ότι τόσο σύντομες προθεσμίες δεν επιτρέπουν κατ’ ουσία στον καθού να προετοιμάσει και προβάλλει τα επιχειρήματα και το αποδεικτικό υλικό του και να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του.
Αντίστοιχα στην παρ. 6 για τους πρόσθετους λόγους η προθεσμία κατάθεσης πρέπει να οριστεί 30 ημέρες (αντί 10) και η προθεσμία κοινοποίηση σε 15 ημέρες (αντί 7) όταν στρέφεται κατά ημεδαπού και 25 ημέρες όταν στρέφεται κατά αλλοδαπού.
Άρθρο 12
Παρέμβαση
Προβλέπονται και πάλι εξαιρετικά σύντομες προθεσμίες που δεν επιτρέπουν στον καθού η Παρέμβαση να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η προθεσμία για την κοινοποίηση της Παρέμβασης πρέπει να οριστεί σε 60 ημέρες όταν στρέφεται κατά ημεδαπού και 90 ημέρες όταν στρέφεται κατά αλλοδαπού. Αντίστοιχα οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να κοινοποιούνται σε προθεσμία 15 ημερών (αντί 3) όταν στρέφεται κατά ημεδαπού, και 25 ημέρες όταν στρέφεται κατά αλλοδαπού.
Δεν δικαιολογείται να είναι διαφορετικές οι προθεσμίες της τριτανακοπής και της παρέμβασης, αφού αυτά τα δύο επιτελούν την ίδια λειτουργία.
Υπάρχει και πάλι μετακύληση του κόστους των επιδόσεων από το Δημόσιο στους ιδιώτες, αλλά τούτο κρίνεται ανεκτό και λογικό.
Άρθρο 13
Προσφυγή
Η προθεσμία προσφυγής πρέπει να οριστεί σε 90 ημέρες, προκειμένου για αλλοδαπούς, όπως ορίζεται στο αρ. 66 παρ. 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Γενικά η παρ. 2 του νομοσχεδίου για τις προθεσμίες είναι περιττή και σκόπιμο θα ήταν να διαγραφεί, γιατί τα σχετικά με τις προθεσμίες ρυθμίζονται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Το ίδιο ισχύει και για την παρ. 5 του νομοσχεδίου σχετικά με τις ένορκες βεβαιώσεις. Μάλιστα η παρ. 5 εισάγει εντελώς διαφορετική ρύθμιση από αυτή του Κώδικα. Από την άποψη αυτή από το αρ. 13 του νομοσχεδίου χρειάζεται να παραμείνουν μόνο οι παρ. 1, 3 και 4 και οι παρ. 2 και 5 πρέπει να διαγραφούν.
Στην παρ. 3 προβλέπεται ότι ο προσφεύγων οφείλει να κλητεύσει και τους δικαιούχους προγενέστερων σημάτων και δικαιωμάτων, τα οποία αποτέλεσαν κώλυμα αποδοχής του επίδικου σήματος από τη διοικητική επιτροπή σημάτων, ακόμα κι αν αυτοί δεν ήταν διάδικοι στη δίκη στη ΔΕΣ. Η ρύθμιση κινείται πέραν της σφαίρας του εφικτού. Πολλές φορές τα προγενέστερα σήματα που αντιτάσσει ο προέλεγχος της Υπηρεσίας είναι 10 ή 15 ή και περισσότερα. Αυτό στο επίπεδο της προσφυγής σημαίνει ότι ο προσφεύγων θα πρέπει να κλητεύσει 10 ή 15 ή και περισσότερους καθών. Εκτός του ότι το κόστος είναι δυσανάλογο, πολλές φορές τα στοιχεία των δικαιούχων στο μητρώο δεν είναι ενημερωμένα (έχουν αλλάξει διευθύνσεις, έδρες, νομικό τύπο, χωρίς να ενημερώσουν τη μερίδα κλπ). Οι δικαιούχοι των προγενέστερων σημάτων δεν είναι πάντα εύκολο να εντοπιστούν. Το ίδιο ισχύει και για τους αντικλήτους. Πολλές φορές οι αντίκλητοι δεν ζουν πλέον, ή έχουν αλλάξει και δεν έχει ενημερωθεί η μερίδα. Και η κλήτευση αυτή χρειάζεται όχι μόνο για την προσφυγή, αλλά και για την έφεση, κλπ. Γενικά η διάταξη αυτή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και αυτό που ζητά από τον προσφεύγοντα είναι δυσανάλογο σε σχέση με αυτό που επιδιώκει. Οι δικαιούχοι των προγενέστερων σημάτων έχουν αυτοί το βάρος να διαφυλάσσουν τα δικαιώματά τους και προς το σκοπό αυτό έχει θεσπιστεί το ειδικό Δελτίο Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας μέσα από το οποίο μπορούν να ενημερώνονται και να ασκούν Τριτανακοπή, όταν το κρίνουν οι ίδιοι αναγκαίο. Αν ασκήσουν Τριτανακοπή γίνονται διάδικοι και κλητεύονται εφεξής. Αν δεν ασκήσουν Τριτανακοπή, γιατί πρέπει εφεξής να κλητεύονται; Το οικονομικό αυτό κόστος που επιβάλλεται στον προσφεύγοντα δεν είναι ούτε λογικό, ούτε ανεκτό και ουσιαστικά πολλές φορές θα καταλύει στην πράξη τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής. Από την άποψη αυτή, η προτεινόμενη ρύθμιση παραβιάζει τη συνταγματική ελευθερία για αποτελεσματική έννομη προστασία, καθώς και το προστατευόμενο από την ΕΣΔΑ δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Τέλος, η ρύθμιση αυτή καθιστά το Ελληνικό σήμα εξαιρετικά δυσκίνητο και κοστοβόρο και μη ανταγωνιστικό σε σύγκριση με το κοινοτικό και το διεθνές σήμα.
Άρθρο 14
Καταχώριση
Προφανώς εκ παραδρομής έχει παραληφθεί η διάταξη του ισχύοντος αρ. 15 του ν. 2239/94 για την καταχώριση ότι: «Σήμα που έγινε δεκτό θεωρείται ότι καταχωρήθηκε από την ημέρα που υποβλήθηκε η δήλωση». Δηλ. κατά παγία αρχή του δικαίου, η καταχώριση έχει αναδρομικά αποτελέσματα από την ημερομηνία κατάθεσης της δήλωσης. Εξ άλλου το ίδιο λέει και το αρ. 16 του νομοσχεδίου: «η χρονική προτεραιότητα του σήματος καθορίζεται από την ημέρα που υποβλήθηκε η δήλωση». Έτσι ως έχω τώρα το νομοσχέδιο (δηλ. χωρίς να περιλαμβάνει ρητή διάταξη που να λέει ότι η καταχώριση έχει αναδρομικά αποτελέσματα που ανατρέχουν στο χρόνο της κατάθεσης), είναι νομοτεχνικά εσφαλμένο, γιατί αυτό που ορίζει είναι: (α) αφενός ότι η κατάθεση της δήλωσης χορηγεί χρονική προτεραιότητα, ακόμα και πριν την καταχώριση και ανεξάρτητα από αυτήν (αρ. 16) και (β) αφετέρου ότι το δικαίωμα για αποκλειστική χρήση γεννάται με την καταχώριση (αρ. 2 και 17 παρ. 1). Από νομοτεχνική άποψη, αυτά τα δύο πρέπει να συνδεθούν με τα αναδρομικά αποτελέσματα της καταχώρισης (που τώρα δεν υπάρχουν στο νομοσχέδιο). Χωρίς τα αναδρομικά αποτελέσματα της καταχώρισης τα δύο πιο πάνω (χρονική προτεραιότητα από την κατάθεση και αποκλειστική χρήση από την καταχώριση είναι αντιφατικά μεταξύ τους.
Προφανώς χάριν σύντμησης του χρόνου που μεσολαβεί από την κατάθεση του σήματος μέχρι την καταχώρισή του, προβλέφθηκε ότι η καταχώριση θα γίνεται με τελεσίδικη απόφαση και όχι με αμετάκλητη, όπως σήμερα. Η σκοπιμότητα της ρύθμισης είναι κατανοητή και ι ίδια η ρύθμιση είναι ίσως ανεκτή.
Ενέχει όμως και κινδύνους. Π.χ. τι θα γίνεται αν γίνει η καταχώριση με τελεσίδικη απόφαση, αλλά μετά η απόφαση αυτή ακυρωθεί αναιρετικά; Στο μεταξύ χρονικό διάστημα το σήμα έχει καταχωρηθεί, έχει παραγάγει έννομες συνέπειες, έχει αποτελέσει κώλυμα για την καταχώριση άλλων σημάτων, κλπ. Γεννάται ζήτημα επιγενόμενης ανατροπής εννόμων σχέσεων και δικαιωμάτων που έχουν παγιωθεί. Γι’ αυτό θα ήταν ίσως ορθότερο να καταργηθεί η δυνατότητα έφεσης κατ’ αποφάσεων του ΔιοικΠρωτΑθ και να υπάρχει μόνο δυνατότητα αναίρεσης στο Συμβούλιο Επικρατείας. Δηλ. η χρονική σύντμηση που επιδιώκεται να εξασφαλιστεί με την κατάργηση του βαθμού της έφεσης. Τούτο θα εξασφαλίσει χρονική σύντμηση πολύ μεγαλύτερη. Δεν εγκυμονεί τους πιο πάνω κινδύνους ανατροπής παγιωμένων εννόμων σχέσεων. Επίσης, η κατάργηση του σταδίου της έφεσης είναι συνταγματικά ανεκτή, γιατί και υπό το Σύνταγμα και υπό την ΕΣΔΑ το δικαίωμα σε αποτελεσματική έννομη προστασία και δίκαιη δίκη δεν περιλαμβάνει ως υποχρεωτικό το στάδιο της έφεσης.
Για τους ίδιους ως άνω λόγους είναι ορθότερο και η διαγραφή του σήματος να γίνεται με αμετάκλητη απόφαση, όπως μέχρι σήμερα και όχι με τελεσίδικη, όπως ορίζει το αρ. 32 παρ. 9 του νομοσχεδίου.
Άρθρο 15
Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση
Δεν είναι προφανείς οι λόγοι που δικαιολογούν μια τέτοια εξαιρετική και ασυνήθιστη ρύθμιση. Αλλά και τα κριτήρια με βάση τα οποία συγχωρείται η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση δεν είναι επαρκώς εξειδικευμένα και συγκεκριμενοποιημένα.
Άρθρο 16
Χρονική προτεραιότητα
Βλ. την παρατήρηση σχετικά με τα αναδρομικά αποτελέσματα της καταχώρισης υπό το αρ. 14.
Άρθρο 17
Προστασία σήματος
Αξιολογούνται θετικά οι διατάξεις της παρ. 4 που ενισχύουν την προστασία του σήματος και διευκρινίζουν τις μορφές προσβολής του.
Αξίζει να συμπληρωθούν οι διατάξεις του αρ. 17 με τα εξής:
Στην παρ. 1: Η καταχώριση του σήματος παρέχει στο δικαιούχο και το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του στο διαδίκτυο με οποιονδήποτε τρόπο, όπως π.χ. ως ονόματος διαδικτυακού τόπου (ιστοσελίδα), διεύθυνσης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (e mail), λήμματος σε μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο, λήμματος για την προβολή της ιστοσελίδας σε αποτελέσματα έρευνας στο διαδίκτυο, κλπ., καθώς και σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης (βλ. facebook, twiter, κλπ).
Στην παρ. 4, εδάφιο α’: Ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται επίσης να απαγορεύει σε κάθε τρίτο : α. …, καθώς και τον εφοδιασμό πλοίων που εκτελούν διεθνείς πλόες και ελλιμενίζονται σε ελληνικά λιμάνια, όπως επίσης κάθε διακίνηση παραποιημένων ή απομιμητικών προϊόντων μέσα από ζώνες ελευθέρων συναλλαγών.
Άρθρο 18
Περιορισμός προστασίας
Βλ. την παρατήρηση υπό το αρ. 4 του νομοσχεδίου για τα ονοματικά σήματα. Η παρ. 1 αναφέρεται επιτρέπει σε καθένα να χρησιμοποιεί το όνομα και την επωνυμία του και ως σήμα, ακόμα κι αν υπάρχει άλλο όμοιο προγενέστερο σήμα. Δεν υπάρχει όμως στο νομοσχέδιο η διάταξη του ισχύοντος σήμερα αρ. 5 ν. 2239/94 για τα ονοματικά σήματα. Αποτέλεσμα: ονοματικά σήματα φήμης, όπως π.χ. ΠΑΥΛΙΔΗΣ, ΛΟΥΜΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΓΙΩΤΗΣ, κλπ. θα μπορεί να τα χρησιμοποιεί και οποιοσδήποτε άλλος φέρει το ίδιο όνομα και μάλιστα χωρίς να υποχρεούται να διαφοροποιείται επαρκώς, όπως απαιτεί σήμερα το αρ. 5 ν. 2239/94.
Στην παρ. 4: Υπάρχει σφάλμα παραδρομής: Αντί «Ενιαίο Οικονομικό Χώρο» το ορθό είναι «Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο».
Άρθρο 22
Άδεια χρήσης
Είναι εσφαλμένο με τη γενικότητα που διατυπώνεται το τελευταίο εδαφ. της παρ. 1 του αρ. 22, κατά το οποίο: «Η συμφωνία για την ανωτέρω παραχώρηση ισχύει έναντι τρίτων μόνο μετά την καταχώρισή της στο βιβλίο σημάτων, εφόσον προσκομίζεται εγγράφως και είναι αρμοδίως επικυρωμένη».
Ο κανόνας που γίνεται δεκτός και από τη νομολογία είναι ότι η άδεια χρήσης σήματος είναι κατ’ αρχήν άτυπη όπως κάθε ιδιωτική συναλλαγή (αρχή του ατύπου των συμβάσεων κατ’ άρθρο 158 Αστικού Κώδικα). Εξ άλλου είναι οξύμωρο να ζητείται καταχώριση της άδειας χρήσης για το σήμα, τη στιγμή που δεν μπορεί να ζητηθεί το ίδιο για το απλό διακριτικό γνώρισμα που δεν είναι κατατεθειμένο σε μητρώο. Η ρύθμιση που προτείνεται να καταχωρείται η άδεια χρήσης στο μητρώο για να ισχύει έναντι τρίτων είναι κοστοβόρα και συνεπάγεται τεράστιο οικονομικό κόστος για επιχειρήσεις με μεγάλο portfolio σημάτων. Η διεθνής πρακτική (και στο Κοινοτικό σήμα) είναι η άδεια χρήσεως να είναι και άτυπη, δηλ, μη καταχωρημένη στο μητρώο και να ισχύει και σε αυτήν την περίπτωση έναντι τρίτων, αρκεί να προκύπτει από έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, π.χ. επικύρωση υπογραφών από κρατική αρχή, κλπ. Η προτεινόμενη ρύθμιση καθιστά το Ελληνικό σήμα κοστοβόρο και μη ανταγωνιστικό έναντι του Κοινοτικού.
Ο ν. 2239/94 που ισχύει σήμερα δεν καθιστά υποχρεωτική την καταχώριση της άδειας χρήσης στο μητρώο. Η επικρατούσα στη νομολογία θέση είναι ότι η καταχώριση της άδειας χρήσης δεν είναι υποχρεωτική. Έτσι, π.χ. η νομολογία δέχεται ότι χρήση του σήματος συνιστά και η χρήση του από τρίτο με την άτυπη συγκατάθεση του δικαιούχου, ακόμα και αν δεν έχει καταχωρηθεί στο μητρώο άδεια χρήσης. Έτσι έχουν κρίνει ενδεικτικά οι αποφάσεις ΔιοικΠρωτΑθ 3409/2000 και ΣτΕ 4444/1997, ΕΕμπΔ 2000, 792. Το ίδιο κρίνουν και αλλοδαπά δικαστήρια όπως: Εφετείο Παρισίων της 24.3.1988 και 27.9.1983, Ann.Propr.Ind. 1989, 260 – 1983, 160, κατά τις οποίες: «…ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να επικαλεστεί τη χρήση που γίνεται από τρίτο με τη συγκατάθεσή του, ακόμα και αν αυτή δόθηκε σιωπηρώς, όπως στην περίπτωση σήματος του οποίου η εκμετάλλευση γίνεται από θυγατρική εταιρία του ομίλου…» - Εφετείο Βερσαλλιών της 27.5.1987, Ann.Propr.Ind. 1988, 177, η οποία δέχθηκε ακριβώς τα ίδια όπως ανωτέρω στην περίπτωση «…σήματος του οποίου η εκμετάλλευση γίνεται από εταιρία στην οποία διαχειριστής και πρόεδρος είναι ο δικαιούχος του σήματος…» - Εφ Παρισίων της 26.9.79, 26.6.86 και 3.2.88, Ann.Propr.Ind. 1981, 293 – 1987, 217 – 1989, 107, οι οποίες αποφάνθηκαν ότι για να καταλογιστεί στο δικαιούχο η χρήση σήματος που γίνεται από τρίτον με τη συγκατάθεσή του “…δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει ρητή σύμβαση εκχώρησης ή ρητή σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης σήματος καταχωρημένης στο μητρώο σημάτων…”.).
Αν η καταχώριση της άδειας χρήσης στο μητρώο γίνει υποχρεωτική για να ισχύει έναντι τρίτων, τότε π.χ. θα διαγράφεται λόγω μη χρήσης το σήμα που έχει κατατεθεί στο όνομα της μητρικής αλλά το χρησιμοποιεί μόνο η θυγατρική χωρίς να έχει κατατεθεί στο μητρώο άδεια χρήσης. Επίσης, θα διαγράφεται λόγω μη χρήσης το σήμα που έχει κατατεθεί στο όνομα του κυρίου μετόχου εταιρίας, αλλά το χρησιμοποιεί η εταιρία χωρίς να έχει κατατεθεί άδεια χρήσης. Το μέγεθος του προβλήματος γίνεται κατανοητό αν αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχουν όμιλοι με εκατοντάδες σήματα που είναι στο όνομα της μητρικής αλλά χρησιμοποιούνται από τις θυγατρικές. Όλοι αυτοί θα πρέπει (μόνο στην Ελλάδα από όλες τις χώρες του κόσμου) να καταθέσουν εκατοντάδες άδειες χρήσης στο μητρώο.
Γι’ αυτό το ορθό είναι να απαιτείται καταχώριση της άδεια στο μητρώο μόνο όταν τις σχετικές αγωγές για την προσβολή του σήματος επιθυμεί να ασκήσει ο αδειούχος χρήσης και όχι ο ίδιος ο δικαιούχος του σήματος. Δηλ. η καταχώριση στο μητρώο να απαιτείται μόνο για τη νομιμοποίηση του αδειούχο στα δικαστήρια. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η άδεια χρήσης πρέπει να ισχύει έναντι τρίτων αρκεί να προκύπτει από έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Ειδικά πρέπει να προβλεφθεί ότι δεν απαιτείται ούτε έγγραφο βέβαιης χρονολογίας προκειμένου για άδεια χρήσης μεταξύ εταιριών του ιδίου ομίλου εταιριών κατά την έννοια του νόμου περί ΑΕ ή μεταξύ κυρίου μετόχου και της εταιρίας του.
Η παρ. 6 πρέπει να τεθεί με τη φραστική διατύπωση που υπάρχει στο ισχύον αρ. 16 παρ. 5 του ν. 2239/94, δηλ. ότι η μονομερής δήλωση του δικαιούχου του σήματος για τη λύση της συμφωνίας για την άδεια χρήσης επιφέρει αυτοδικαίως της διαγραφή της άδειας που χορηγήθηκε.
Στο ισχύον δίκαιο προβλέπεται ως εναλλακτικό μόρφωμα και η παράλληλη κατάθεση σήματος. Αυτή δεν αναγνωρίζεται από το νομοσχέδιο. Προτιμότερο θα ήταν να εξακολουθήσει και η δυνατότητα για παράλληλη κατάθεση ως εναλλακτική μορφή άδειας χρήσης. Μολονότι υπάρχουν πολλές νομικές ομοιότητες μεταξύ άδειας χρήσης και παράλληλης κατάθεσης, ωστόσο υπάρχουν και συναλλακτικές διαφορές. Π.χ. τα μέρη μπορεί να προτιμήσουν την παράλληλη κατάθεση, αντί της χορήγησης επιστολής συναίνεσης του αρ. 4 παρ. 4 του νομοσχεδίου.
Άρθρο 23
Αξιώσεις επί προσβολής
Αξιολογείται θετικά ότι οι νέες ρυθμίσεις ενισχύουν την προστασία του σήματος.
Στην παρ. 1: Να συμπληρωθεί και η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Επίσης να διαγραφεί η αναφορά στο αρ. 17. Προσβολή δεν είναι μόνο η παραβίαση του αρ. 17, αλλά και η παραβίαση του αρ. 18 παρ. 4 για τις μη νόμιμες παράλληλες εισαγωγές. Διαφορετικά η αναφορά πρέπει να είναι τόσο στο αρ. 17 όσο και στο αρ. 18.
Στην παρ. 4 να συμπληρωθεί ότι η εκδιδόμενη απόφαση εκτελείται και κατά οποιουδήποτε ενδιάμεσου, οι υπηρεσίες του οποίου χρησιμοποιούνται από τρίτο για την προσβολή δικαιωμάτων, ακόμα και αν ο ενδιάμεσος αυτός δεν ήταν διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η εκτελούμενη απόφαση.
Σκόπιμο θα ήταν να προβλεφθεί ένα ελάχιστο ποσό αποζημίωσης π.χ. 5.000 € ή 10.000 € που το δικαστήριο θα επιδικάζει σε κάθε περίπτωση υπαίτιας προσβολής. Παρόμοιος θεσμός ελάχιστης αποζημίωσης προβλέπεται στο νόμο για τα αδικήματα τύπου και στο νόμο για τα προσωπικά δεδομένα. Δεν πρόκειται για κάτι άγνωστο στο νομικό μας σύστημα.
Άρθρο 24-27
Απόδειξη – Ασφαλιστικά μέτρα – Προστασία αποδεικτικών στοιχείων
Αξιολογούνται θετικά οι ρυθμίσεις που διευκολύνουν την απόδειξη, τη διασφάλιση των αποδείξεων και τα ασφαλιστικά μέτρα κατά προσβολών σήματος.
Άρθρο 29
Ποινικές διατάξεις
Ως ποινικό αδίκημα πρέπει να προβλεφθεί και η παραβίαση του αρ. 18 παρ. 4 του νομοσχεδίου (μη νόμιμες παράλληλες εισαγωγές).
Άρθρο 32
Διαγραφή
Στην παρ. 7: Το ισχύον σήμερα αρ. 17 παρ. 6 του ν. 2239/94 προβλέπει ότι η διαγραφή λόγω καταχώρισης κατά παράβαση των όρων των αρ. 3 και 4 (σχετικά και απόλυτα απαράδεκτα) ασκείται εντός προθεσμίας 5 ετών από την καταχώριση του σήματος, εκτός αν πρόκειται για κατάθεση με κακή πίστη οπότε η διαγραφή είναι απρόθεσμη και μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε. Επίσης η ίδια παράγραφος ορίζει ότι διαγραφή για το λόγο ότι το σήμα έγινε κοινόχρηστο δεν μπορεί να ασκηθεί πριν την πάροδο εικοσαετίας από την κατάθεση.
Το νομοσχέδιο ανατρέπει όλα αυτά με τρόπο που πλήττει καταλυτικά την ασφάλεια και βεβαιότητα δικαίου που συνοδεύει το δικαίωμα στο σήμα. Έτσι, το νομοσχέδιο προβλέπει απρόθεσμη διαγραφή οποτεδήποτε και ανεξάρτητα από το πόσα χρόνια θα περάσουν από την καταχώριση του σήματος στην περίπτωση που ο λόγος διαγραφής θα ανάγεται στα απόλυτα απαράδεκτα του αρ. 3. Ιδίως μάλιστα στην περίπτωση που η διαγραφή ζητείται για το λόγο ότι το σήμα περιέπεσε σε κοινόχρηστο, η προθεσμία περιορίζεται από 20 χρόνια από την κατάθεση που είναι σήμερα σε δέκα χρόνια από την καταχώριση. Στην περίπτωση που ο λόγος της διαγραφής ανάγεται στα σχετικά απαράδεκτα του αρ. 4, η προθεσμία της διαγραφής επιμηκύνεται από 5 χρόνια σε 7. Όλα αυτά συγκλίνουν σε ένα και μόνο αποτέλεσμα: γίνονται πιο αβέβαια και πιο ανασφαλή και απρόβλεπτα τα δικαιώματα που παρέχει το δικαίωμα στο σήμα. Δηλ. έλλειμμα ασφάλειας δικαίου. Το σήμα στο οποίο ο σηματούχος επενδύει καθημερινά εκατομμύρια για διαφήμιση αφήνεται στην «ορθή κρίση» της ΔΕΣ, της οποίας είναι γνωστό ότι η ποιότητα των αποφάσεων υποβαθμίζεται χρόνο με το χρόνο. Αξίζει να σημειωθούν τα εξής: Σε πάρα πολλές περιπτώσεις το αν και πότε συντρέχουν τα απαράδεκτα του αρ. 3 είναι από τα πλέον διαφιλονικούμενα και εριζόμενα ζητήματα. Το ισχύον δίκαιο δίνει ευρύτατη προθεσμία 5 ετών από την καταχώριση του σήματος για την άσκηση αίτησης διαγραφής. Μετά ταύτα όμως παρέχει στέρεα εξασφάλιση στο σηματούχο ότι τα δικαιώματά του δεν θα αμφισβητηθούν. Γιατί με το νομοσχέδιο η αβεβαιότητα αυτή του σηματούχου πρέπει να είναι απεριόριστη, όσο χρόνια κι αν περάσουν από την καταχώριση του σήματος; Και ποια έννοια έχει η καταχώριση, αν δεν παρέχει αυτή την ασφάλεια δικαίου; Και χωρίς την ασφάλεια του δικαίου πώς θα επενδύσει ο σηματούχος σε διαφήμιση; Και γιατί οι οποιοιδήποτε τρίτοι πρέπει να μπορούν να αμφισβητήσουν τη καταχώριση του σήματος οποτεδήποτε;
Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα σε σχέση με τα σήματα για τα οποία προβάλλεται ο λόγος ότι περιέπεσαν σε κοινόχρηστα. Σήματα που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα είναι μόνο τα σήματα πολύ μεγάλης φήμης, όπως λ.χ. τα σήματα XEROX, WALKMAN, ΧΛΩΡΙΝΗ, κλπ. Η απόλυτη επιτυχία ενός σήματος είναι να γίνει τόσο γνωστό και αναγνωρίσιμο, ώστε το κοινό να τα ταυτίζει με το προϊόν. Αυτή βέβαια η διαδικασία προϋποθέτει εκατοντάδες εκατομμύρια για διαφήμιση και πολύ μακρά χρήση. Το πότε, πώς και με ποιες προϋποθέσεις το σήμα φήμης μεταπίπτει σε κοινόχρηστο είναι από τα πλέον δυσχερή νομικά και αποδεικτικά ζητήματα και η κρίση επ’ αυτού δεν είναι ποτέ εύκολη και χωρίς αμφιβολίες. Ο σημερινός νόμος προβλέπει ότι δεν επιτρέπεται αίτηση διαγραφής για αυτό το λόγο πριν περάσει 20 ετία από την κατάθεση. Το νομοσχέδιο περιορίζει την προθεσμία αυτή σε 10 ετία από την καταχώριση. Αποτέλεσμα: και πάλι ανασφάλεια δικαίου για τους σηματούχος και εν τέλει υποβάθμιση της αξιοπιστίας και της πρακτικής χρησιμότητας του Ελληνικού σήματος και της ανταγωνιστικότητάς του έναντι του Κοινοτικού.
Αλλά και στην περίπτωση της διαγραφής για τους λόγους των σχετικών απαραδέκτων του αρ. 4, δηλ. ένεκα προγενέστερων δικαιωμάτων που δεν ελήφθησαν υπόψιν, ενισχύεται και πάλι η ανασφάλεια του δικαίου. Οι δικαιούχοι προγενέστερων σημάτων προστατεύονται ήδη επαρκώς με τον υποχρεωτικό προέλεγχο που ασκεί η Υπηρεσία, τους παρέχεται η δυνατότητα να ενημερώνονται μέσω του ειδικού Δελτίου Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας για τα νεότερα σήματα που κατατίθενται και μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή. Αν μολαταύτα δεν κάνουν τίποτα από όλα αυτά ο σημερινός νόμος τους δίνει και προθεσμία 5 ετών από την καταχώριση να ζητήσουν τη διαγραφή του σήματος. Το νομοσχέδιο την προθεσμία αυτή την επεκτείνει από 5 σε 7 χρόνια. Ποιοι είναι οι λόγοι που υπαγορεύουν κάτι τέτοιο;
Στηνπαρ. 9: Όπως παραπάνω ειπώθηκε υπό το αρ. 14, ορθότερο είναι η διαγραφή να γίνεται με αμετάκλητη απόφαση (όχι τελεσίδικη, όπως ορίζει το νομοσχέδιο) και να παραληφθεί το στάδιο της έφεσης.
Στην παρ. 11: Οι προθεσμίες κοινοποίησης της διαγραφής και των προσθέτων λόγων στον αντίδικο είναι τόσο σύντομες που δεν του επιτρέπουν να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του. Πρέπει να επιμηκυνθούν, όπως προτείνεται υπό το αρ. 10 για την τριτανακοπή.
Άρθρο 48
Σήματα αλλοδαπών
Στην παρ. 3: η κατά 30 ημέρες παράταση της προθεσμίας για την προσφυγή πρέπει να ισχύει αναλόγως και επί τριτανακοπής και παρέμβασης με καθού αλλοδαπό καταθέτη.
Άρθρο 46
Κοινοτικό σήμα
Η παρ. 1 κατά την οποία το κοινοτικό σήμα παρέχει την ίδια προστασία όπως το εθνικό είναι λάθος. Η προστασία που παρέχει το κοινοτικό σήμα καθορίζεται από τον οικείο Κανονισμό. Αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη ίδια με την προστασία του εθνικού σήματος. Υπάρχουν διαφορές σε προθεσμίες κλπ. Η ορθή διατύπωση της παρ. 1 θα ήταν «Η προστασία που παρέχεται στα Κοινοτικά σήματα στην Ελλάδα δεν μπορεί να υστερεί από την προστασία που παρέχεται στα εθνικά σήματα».